O Θρακιώτης που έζησε και συνεργάστηκε κοντά 30 χρόνια με τον Συρίγο, γράφει για τον Φίλιππο που γνώρισε από κοντά…

Γράφει η ThrakiSportS Web Team

–  Ο Γιάννης Ξενάκης είναι ίσως από τους κορυφαίους αθλητικογράφους που έχει βγάλει η Θράκη. Με καταγωγή από την Σαμοθράκη, έχει γράψει χιλιόμετρα καριέρας στην (έντυπη κυρίως) δημοσιογραφία, στην μεγάλη σχολή της “Ελευθεροτυπίας”. Πήγε εκεί τέτοιες μέρες το 1986, παραμένει εκεί μέχρι σήμερα. Είχε για χρόνια, διευθυντή και συνεργάτη, τον Φίλιππο Συρίγο. Πολλά χρόνια. Κοντά στις τρεις δεκαετίες. Στο αντίο του μεγάλου ανδρός, του κορυφαίου δημοσιογράφου, έγραψε ένα κείμενο που αποκαλύπτει σε όλους εμάς, άγνωστες πτυχές για τον Συρίγο που δεν γνωρίζαμε και αυτός ήξερε τόσο καλά. Από την καλή και από την ανάποδη. Το παραθέτουμε. Διαβάστε το…

Φωνακλάς και βρωμόστομος. Ασυμβίβαστος και ακέραιος. Ξεροκέφαλος και πεισματάρης. Ένας Συρίγος ορμητικός, χειμαρρώδης, παθιασμένος. Που κατέβαζε τον τόνο της φωνής του, μόνο, όταν με τα χειρόγραφα στο χέρι ερχόταν στην αίθουσα του αθλητικού και πάντα όρθιος, ξεκινούσε την απαγγελία. Ενός ξεχωριστού κειμένου, δικού του, που θα δημοσίευε την άλλη μέρα η “Ελευθεροτυπία”. Μ’ εκείνα τα κολλυβογράμματα τα οποία μονάχα ο ίδιος (άντε και μια-δυο φωτοσυνθέτριες) μπορούσε να διαβάσει. Αν δεν ήταν σεντόνι, έφταναν τα αρχικά. “Φ.Σ.”…

Ο Συρίγος ήταν μοναδική περίπτωση δημοσιογράφου που τα συνδύαζε όλα. Και μικρόφωνο και πένα. Και σπορτκάστερ και γραφιάς. Εφημεριδάς. Στους μπασκετικούς έφερε την επανάσταση από τα 80s με τις ιστορικές μεταδόσεις του. Εκείνο τον αξέχαστο Ιούνιο του ’87 τον είχαμε χάσει από το γραφείο του στην “Ε”. Στην Κολοκοτρώνη, τότε, στον τρίτο όροφο. Είχε κατασκηνώσει στο ΣΕΦ και μας περιέγραφε για τον “τίμιο γίγαντα” που κρατά στα χέρια του την πρόκριση.

Ναι, ήταν μπασκετάνθρωπος, ναι έβαλε το μπάσκετ στα σπίτια όλων και στις καρδιές πολλών, όχι μόνο με την Εθνική, αλλά κι εκείνες τις αξέχαστες νυχτο-Πέμπτες με τον Άρη που αγαπήσαμε όλοι. Ναι αφιέρωνε ώρες ατελείωτες στο τηλέφωνο και στα κείμενα του για το μπάσκετ, όμως ο Συρίγος πάνω απ όλα ήταν δημοσιογράφος. Με το Δ κεφαλαίο.

Δεν μπορούσες να τον ξεγελάσεις και να του πουλήσεις μούρη αν δεν είχες επιχειρήματα. Όταν έβγαζες “θέμα” και του πήγαινες τα χειρόγραφα – τον παλιό εκείνο καιρό γραμμένα με το στυλό, γιατί εδώ που τα λέμε είχε και ένα ζόρι με το “μπάμπα-μπούμπα” των πλήκτρων στις γραφομηχανές που μας πουλούσε ο Ξηντάρας – δυο πράγματα τον απασχολούσαν. Να είναι καλογραμμένα. Και πάνω απ’ όλα διπλοτσεκαρισμένα. Να υπάρχει αρχή, μέση και τέλος. Γούσταρε την επιθετική δημοσιογραφία, απαιτούσε από τους συντάκτες να καταγράφουν, να ελέγχουν, να συγκρούονται. Πάντα με στοιχεία. Αν το κείμενο ήταν λιβανιστήρι, έτρωγες τα μπινελίκια σου και τα χειρόγραφα κατέληγαν στα σκουπίδια.

Τον Συρίγο τον αγαπήσαμε και για το βρωμόστομα του. Τις εκρήξεις του. Το καυστικό χιούμορ. Τον κυνισμό του. Το “βρε μαλάκα” από άλλον θα τα παρεξηγούσες σίγουρα. Από τον Συρίγο όχι. Όχι τόσο εύκολα τουλάχιστον.

Ένα τάβλι στο κεφάλι σου, αν για τέσσερις συνεχόμενες ζαριές έφερνες εξάρες και πεντάρες, και του άρπαζες δικό του παιχνίδι στο τάβλι, ήταν μια συνηθισμένη κατάληξη. Οι μάχες ήταν ομηρικές. Από τον ημιώροφο της Κολοκοτρώνη μέχρι τη Μίνωος στο Ν. Κόσμο μετά το ’93. Με τον αείμνηστο τον Άλκη τον Τεγόπουλο που μονίμως ωρυόταν (“δκομ πιχνίδ πήρες”) και τον Συρίγο να τον καλοπιάνει (“Αλκούλη μου”). Με τον Γεωργιάδη. Τον συγχωρεμένο τον Τσόγκα. Τον Θωμόπουλο. Τον Τριάντη. Τον Σελαλμαζίδη. Και φυσικά τον Σπύρο τον Μήτση που δεν έφευγε ποτέ απ’ το τραπέζι αν δεν κέρδιζε ο “τραμπούκος”. Έτσι τον φώναζε ο Σπύρος, μονάχα αυτός και ο Θωμόπουλος (οι δυο παλιές καραβάνες και “σειρές” του) το’χαν αυτό το δικαίωμα.

Τσακώθηκε με πολλούς, αρκετοί τον αντιπάθησαν, κατά βάθος και όσοι ήταν “απέναντι” του τον παραδέχονταν. Όπλο του το αψεγάδιαστο κείμενο. Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο γράμμα. Αν θα μπορούσαν να μπουν στη ζυγαριά, από τη μια η φωνή του, το στιλ που λάνσαρε στις μεταδόσεις, η δηλητηριώδης ειρωνεία και από την άλλη ο γραπτός του λόγος με στοιχεία, επιχειρήματα και προπάντων ευθυκρισία, έχω την αίσθηση ότι στα σημεία θα κέρδιζε το γραπτό. Στις μεταδόσεις μπορεί να του ξέφευγε και τίποτα, οι μπασκετικοί τα ξέρουν καλύτερα. Στα κείμενα ποτέ. Ο Συρίγος συνδύασε με απίστευτη δεξιοτεχνία, το σχόλιο με το ρεπορτάζ και την έρευνα.

Υπεράσπιζε τις ιδέες και απόψεις του, η μαχητικότητα του ξεπερνούσε τα συνήθη στάνταρ ενός αθλητικού συντάκτη. Ακόμα θυμάμαι τα λόγια του, ένα πρωινό τον Μάρτιο του ’90, να μου λέει στο τηλέφωνο “Γερμανέ, παίρνεις το πρώτο αεροπλάνο για τη Ζυρίχη και δεν γυρίζεις πίσω χωρίς να βρεις τον Κιάππε!” Υπόθεση Κιάππε, αξέχαστες εποχές, με ρεπορτάζ και σχόλια που τα ρουφούσες. Στα κείμενα μας, λογοκρισία δεν έκανε εφ’ όσον ήταν τεκμηριωμένα. Και στα δικά του, την ίδια απαίτηση είχε. Να μην ανακατεύονται ο Κίτσος (Τεγόπουλος) και ο Σεραφείμ (Φυντανίδης) σ’ αυτά που έγραφε. Και είχε πάντα να το λέει. Και να το καμαρώνει. Πως με εξαίρεση μια φορά (ένα τηλεφώνημα του Κίτσου για δημοσίευμα σχετικά με τη Γιάννα), εκδότης και διευθυντής δεν του άλλαξαν ποτέ γραπτό του. Ήταν υγεία αυτό το πράγμα. Να βλέπεις από τη μια την “Ελευθεροτυπία” να συντάσσεται με την συντριπτική πλειονότητα και το ρεύμα για την μεγάλη Ελλάδα του 2004. Κι από την άλλη, τον Συρίγο μέσα από τις σελίδες της ίδιας της εφημερίδας να επιχειρηματολογεί κατά των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Όχι αβασάνιστα, όχι αστήρικτα. Έδενε τα κείμενα του με στοιχεία που σε οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ερχόταν η μεγάλη λαίλαπα και ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε ποτέ να σηκώσει (και να πληρώσει) ένα τέτοιο βάρος.

Σε μας στο τμήμα, είχε περάσει εξαρχής το μήνυμα: Ουδείς θα δουλέψει σε γραφεία Τύπου του “2004”. “Για να μπορούμε να κάνουμε απρόσκοπτα και χωρίς δεσμεύσεις τη δουλειά μας” είχε πει ορθά κοφτά. Το πακέτο “Ολυμπιάδα και ντόπινγκ” τον ανέδειξαν σε μέγα ερευνητή-ρεπόρτερ. Παραμονή της έναρξης, οι περισσότεροι ήμασταν στα γραφεία μας αργά το απόγευμα, όταν ξεπρόβαλε από την σύσκεψη ο Συρίγος και μας ανακοίνωνε την αποκάλυψη του: Απόψε θα γίνει ….τροχαίο ατύχημα! Και λίγες ώρες αργότερα, γύρω στα μεσάνυχτα, έτρεχαν όλοι πίσω από Κεντέρη και Θάνου στο ΚΑΤ…

Άντεξε σε απειλές και μαχαιριές και συνέχισε να μην χαρίζει κάστανα. Το είδος της δημοσιογραφίας που έκανε, δεν βρήκε μιμητές, γιατί θέλει άντερα να τα βάλεις με το σύστημα, να έχεις εφημερίδα (ποια εφημερίδα, πλέον….) να στα δημοσιεύσει. Έφτιαξε σχολή αθλητικού ρεπορτάζ, δίχως μαθητές, αυτή είναι η ωμή πραγματικότητα, η σκληρή αλήθεια. Όταν παντού κυριαρχεί η διαπλοκή και οι εξαρτήσεις γονατίζουν σχεδόν τους πάντες, δεν είναι εύκολο να γράψεις “δίχως μαλλιά στη γλώσσα”. Και να εξαπολύσεις “φιλιππικούς”…

Καλό παράδεισο Φίλιππε…

ΥΓ: Το αντίο δόθηκε έτσι όπως θα το ‘θελε κι ο ίδιος. Που νευρίαζε με τις φανφάρες και τα πανηγυράκια….