Ο Θρακιώτης που έπαιξε τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο Γουέμπλεϊ

Ο μεγάλος τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ ανάμεσα στην Μπάγερν και την Ντόρτμουντ διεξάγεται στο θρυλικό Γουέμπλεϊ, για την επέτειο των 150 χρόνων από την ίδρυση της Αγγλικής Ομοσπονδίας. Το Στάδιο αυτό του Λονδίνου έχει φιλοξενήσει τους περισσότερους τελικούς της διοργάνωσης από κάθε άλλο γήπεδο της «Γηραιάς Ηπείρου». 

Το Γουέμπλεϊ ανοίγει τις πόρτες του για 7η φορά για τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, με το στάδιο στην παλιά του μορφή να έχει υποδεχτεί τους τελικούς του 1963, του 1968, του 1971, του 1978 και του 1992, ενώ με τη νέα του μορφή υποδέχτηκε πριν δυο χρόνια τον μεγάλο τελικό Μπερτσελόνα – Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του 2011. Ακολουθεί με πέντε τελικούς το «Χέιζελ» των Βρυξελλών, ενώ ακολουθεί το «Ερνστ Χάπελ» της Βιέννης που έχει φιλοξενήσει τέσσερις.

Σε έναν από τους έξι προηγούμενους λοιπόν τελικούς του Γουέμπλεϊ, είχαμε και Θρακιώτικη συμμετοχή! Ποιαν; Μα φυσικά του Αντώνη Αντωνιάδη στην μία και μοναδική φορά που αγωνίστηκε ελληνική ομάδα σε τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ομάδων Ευρώπης. Ήταν ο μεγάλος Παναθηναϊκός του Φέρενς Πούσκας, που έχοντας ως αιχμή του δόρατος έναν θρακιώτη, τον Αντώνη Αντωνιάδη, κατάφερε να κάνει την πιο μεγαλειώδη πορεία ελληνικής ομάδας στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Μια πορεία που ακόμα και σήμερα, τέσσερις δεκαετίες μετά, μνημονεύεται ως η σημαντικότερη στιγμή του ελληνικού ποδοσφαίρου σε συλλογικό επίπεδο.

Ήταν 1991, εικοσιδύο χρόνια πριν και είκοσι χρόνια μετά το «έπος του Γουέμπλεϊ», που ο Αντωνιάδης αντί οτιδήποτε άλλου σχολίου, ευχήθηκε «σύντομα να βρεθεί μια ομάδα –αν είναι δυνατόν ο Παναθηναϊκός- που θα έφερνε μια ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία σε συλλογικό επίπεδο». Με άλλα λόγια, ήθελε μια ομάδα που θα κατακτούσε ένα ευρωπαϊκό τρόπαιο και θα μας έκανε να σταματήσουμε απλά να μετράμε τα χρόνια που πέρασαν από το ’71 και μετά. Το «τριφύλλι», έφτασε μια ανάσα από την επανάληψη ενός αντίστοιχου θριάμβου, στα ημιτελικά της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης τόσο το 1985 όσο και το 1996, αλλά τελικό δεν πάτησε ποτέ. Βέβαια, στο μεσοδιάστημα μας χάρισε την μεγαλύτερη επιτυχία του ελληνικού αθλητισμού η Εθνική Ποδοσφαίρου με την κατάκτηση του Euro 2004, αλλά ακόμα και αυτή η λαμπερή στιγμή δεν στάθηκε ικανή για να διώξει την μιζέρια από το δύσμοιρο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί όταν γεννιόταν αυτό το παιδί στο Πετροχώρι της Ξάνθης και ξεκίναγε να κλοτσάει την μπάλα με την ομάδα του χωριού και στην συνέχεια με την Ασπίδα και τον ΑΟΞ, ότι θα ήταν το πρόσωπο που θα έπαιρνε από το χεράκι την συγκλονιστική εκείνη ομάδα του τριφυλλιού και θα την οδηγούσε ένα βήμα πριν από την κορυφή της Ευρώπης. Ο «ψηλός», όπως βαφτίστηκε τότε και έμεινε ως προσωνύμιο σε έναν από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές του ελληνικού ποδοσφαίρου (έγινε και τίτλος στο βιβλίο της αυτοβιογραφίας του), είχε πετύχει εκείνη την σεζόν στην Ευρώπη τα δέκα από τα 16 τέρματα της ξέφρενης πορείας του Παναθηναϊκού μέχρι τον τελικό. Αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης και γίνεται αντιληπτό ότι χωρίς την παρουσία του, δύσκολα το τριφύλλι θα είχε φτάσε σε εκείνον τον τελικό.

Στον αγώνα του Γουέμπλεϊ, απέναντι στον Άγιαξ, στις 2 Ιουνίου του 1971, δεν κατάφερε να γίνει ο πρώτος (και ο μόνος) έλληνας παίκτης που θα είχε σκοράρει στον τελικό της κορυφαίας ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης. Στην φωτογραφία τον βλέπετε με το Νο9 να προσπαθεί να σκοράρει με το κεφάλι, όπως είχε κάνει με την Έβερτον μέσα στην Αγγλία, χαρίζοντας μια επική πρόκριση στα προημιτελικά. Ωστόσο, ενώπιον 40.000 οπαδών του, που ταξίδεψαν από την Ελλάδα στο Λονδίνο, το τριφύλλι υποτάχθηκε στην ανωτερότητα του θρυλικού Άγιαξ, μιας από τις πιο ολοκληρωμένες ομάδες που έβγαλε ποτέ το παγκόσμιο ποδόσφαιρο (συγκρίνεται με την Μπαρτσελόνα των τελευταίων ετών). Οι Ολλαδοί νίκησαν με 2-0 και στέφθηκαν Πρωταθλητές Ευρώπης, επίτευγμα που επανέλαβαν και τις δύο επόμενες χρονιές. Όμως ο Παναθηναϊκός ήταν “παρών” στον μεγάλο τελικό. Και ένα Θρακιωτόπουλο ήταν μια από τις βασικές αιτίες για εκείνη τη συμμετοχή…