Εξομολόγηση Παπάζογλου στο athletestories: «Έπαιρνα 650 ευρώ μισθό για δυο χρόνια και τον πρώτο μάλιστα δεν πήρα ευρώ»

«Στην Ξάνθη δεν είχα μια παραγωγική χρονιά, αλλά δεν τα παρατούσα. Δεν ήμουν ο πλέον παραγωγικός σέντερ φορ, αλλά κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν δούλευα για την ομάδα. Έκανα άλλες δουλειές. Δεν ήμουν ο τεμπέλης που θα περίμενα την μπάλα στην περιοχή. Τα άλλα μπορεί να τα δεχτώ, ότι δεν ήμουν γκολτζής, ικανός κτλ. Όχι όμως αυτό».

Μερικές από τις δηλώσεις για τον ΑΟΞ στη συνέντευξης εφ’ όλης της ύλης του παραχώρησε στο athletestories.gr ο διεθνής πρώην ποδοσφαιριστής της Ξάνθης, Θανάσης Παπάζογλου.

Το ThrakiSportS αναδημοσιεύει τη συνέντευξη αυτούσια από το ATHLETEStories, με τίτλο: «Καλά κρυμμένα μυστικά»:

Όταν ήμουν μικρός είχα μικρόβιο και για το μπάσκετ και για το ποδόσφαιρο.

Ξεκίνησα με το πρώτο λόγω ύψους και ταλέντου, αλλά έπαιξα μόλις έναν χρόνο σε ομάδα.

Εντελώς τυχαία ασχολήθηκα με το ποδόσφαιρο. Καλά-καλά ούτε ο πατέρας μου δεν το γνώριζε.

Πήγαμε μαζί με τον αδερφό μου να δοκιμαστεί σε μια ακαδημία που ήταν υπεύθυνος ο Ντίνος Κούης και με ρώτησαν και εμένα αν ήθελα να μπω να παίξω.

Στο τέλος πήραν και τον αδερφό μου και εμένα. Με ξεχώρισαν λόγω σωματοδομής και ικανοτήτων.

Επιλέξαμε την ακαδημία του Κούη, γιατί ήμασταν Αρειανοί αλλά και επειδή το βλέπαμε ως μια καλή ευκαιρία για να δουλέψουμε.

Έμεινα δυο χρόνια εκεί και στα 14 πήγα στο παιδικό του Άρη.

Λόγω ύψους και ταλέντου έκανα τη διαφορά και περνούσα τις κατηγορίες ηλικιακά πολύ γρήγορα. Μέχρι τα 16 έπαιζα παράλληλα και στο εφηβικό, μετά τα 16 ήδη στην Β’ ομάδα.

Το ίδιο συνέβαινε και στις μεικτές Μακεδονίας.

Ήταν ζήτημα χρόνου να υπογράψω επαγγελματικό συμβόλαιο. Συνέβη, όταν ήμουν 17.5 ετών, με εισήγηση του τότε προπονητή μου, Νίκου Πασσιαλή, και του Στέφανου Γιώρη.

Ήμασταν τρεις θυμάμαι, εγώ, ο Θόδωρος Παπαδόπουλος και ο Κυριάκος Στρατηλάτης, ήμασταν μαζί και στην Εθνική.

Τότε τα συμβόλαια ήταν με μηδενικές αποδοχές, μόνο ο βασικός μισθός.

Η πρώτη μου προετοιμασία ήταν με τον Όγιος το 2006. Από τις πιο σκληρές που έχω κάνει και με έναν πολύ απαιτητικό προπονητή. Δεν είχα πρόβλημα βέβαια, γιατί πάντα δούλευα τόσο στο γήπεδο όσο και έξω από αυτό.

Αν και τον πρώτο χρόνο με Όγιος και Ερνάντεθ δεν έπαιξα καθόλου. Έκανα προπονήσεις με την Α’ ομάδα και αγωνιζόμουν με την Β’. Ήμασταν λίγο στην αφάνεια, δεν είχε δοθεί η δέουσα προσοχή στους τρεις που είχαμε ανέβει από την Β’ ομάδα.

Το καλοκαίρι παίξαμε στο Euro με την Εθνική Νέων, όπου φτάσαμε στον Τελικό με την Ισπανία. Έλειπα σε όλη την προετοιμασία του Άρη, με Ολίβα τότε προπονητή.

Όταν γύρισα, ξαφνικά άρχισα να βλέπω μια διαφορετική αντιμετώπιση από τον προπονητή. Ακόμα και στα φιλικά έπαιζα καλά, με αποτέλεσμα να αρχίσει να συζητείται κάτι για μένα.

Ο Μπάγεβιτς έβλεπε τον εαυτό του σε μένα

Ο Ολίβα όμως κάθισε μόλις ένα παιχνίδι, έφυγε και ήρθε ο Μπάγεβιτς.

Όταν άκουσα ότι έρχεται, φοβήθηκα ότι δεν πρόκειται να παίξω. Όσο πιο “όνομα” είναι ο προπονητής τόσο πιο δύσκολο είναι για ένα πιτσιρικά να πάρει χρόνο. Φοβήθηκα δηλαδή ότι θα προτιμούσε να βάλει τους πιο έμπειρους.

Ευτυχώς διαψεύστηκα πανηγυρικά! Ήρθε ένας μεγάλος προπονητής σε μια ομάδα που οι “μικροί” υπήρχαν και δεν… υπήρχαν.

Ο κόσμος του Άρη δεν μας ήξερε καλά-καλά. Ο Στρατηλάτης ήταν βασικός στην Εθνική και δεν έπαιξε ένα ματς στον ΆρηΕγώ συνέχιζα να παίζω με την Β’ ομάδα, να βάζω γκολ και να τα δίνω όλα στις προπονήσεις, αλλά είχα να συναγωνιστώ παίκτες όπως ο Κόκε, ο Ίβιτς, με μεγάλα συμβόλαια και πίστευα ότι δεν θα παίξω ποτέ.

Ξαφνικά άρχισε να έρχεται στους αγώνες ο συνεργάτης του, ο Δημήτρης Μπουρουτζήκας.

Ευτυχώς ο Μπάγεβιτς πίστεψε σε μένα. Όπως μου είχε πει ο Μπουρουτζήκας, έβλεπε τον εαυτό του σε μένα και με πήρε πρώτη φορά αποστολή.

Το πρώτο μου ματς ήταν το 3-1 με τον ΠΑΟΚ στο Βικελίδης. Είχα μπει αλλαγή.

Το ότι με έβαλε σε αγώνα με τον ΠΑΟΚ χωρίς να τον νοιάζει τι θα πουν μού έδειξε πόσο μεγάλος προπονητής ήταν.

Αν δεν ήταν αυτός, αμφιβάλλω αν θα έπαιζα ποτέ στον Άρη. Έβαλε μπροστά την προσωπικότητά του και αποφάσισε να μου δώσει την ευκαιρία να παίξω. Το αν θα ήμουν καλός ή το αν θα βάλω γκολ ήταν δικό μου θέμα.

Ο ΜΠάγεβιτς δεν μου έκανε τη χάρη. Οι άλλοι απλώς δεν είχαν τα κότσια να μου δώσουν την ευκαιρία.

Έστω και τα λίγα παιχνίδια που έπαιξα, μέχρι να τραυματιστώ, δεν τα έπαιζα με κάποιον άλλον στον Άρη. Υπήρχε η ξενομανία. Να παίξει ο “μεγάλος”, με το μεγάλο συμβόλαιο.

Άρχισα να παίρνω εμπειρίες για πρώτη φορά και έρχεται εκείνο το ματς με τον Ερυθρό Αστέρα για το Κύπελλο UEFA.

Στο 0-0 με το παιχνίδι να… καίει, με βάζει αλλαγή. Πίστευε ότι θα το γυρίσω, ότι θα βάλω γκολ.

Έχοντας τέτοιον προπονητή που πιστεύει σε εμένα, έμπαινα με φτερά στα πόδια, δεν φοβόμουν τίποτα. Μπήκα στο 60΄ και σε ένα 20λεπτο είχα βάλει δυο φανταστικά γκολ.

Τότε ο Θανάσης Παπάζογλου εκπλήρωνε ένα παιδικό όνειρο. Όχι μόνο να παίξει μπάλα αλλά να βάλει γκολ με τη φανέλα του Άρη σε γεμάτο Χαριλάου.

Θεωρώ ότι ήταν τα πιο όμορφα γκολ που έχω βάλει, και επειδή ήταν τα πρώτα και γιατί το ένα ήταν καλύτερο από το άλλο.

Κυριακή παίζουμε με τον Ατρόμητο στο Περιστέρι.

Κάνει κι άλλη έκπληξη. Αφήνει τον Κόκε στον πάγκο και με βάζει βασικό.

Στα πρώτα λεπτά πετούσα, μέχρι να έρθει εκείνη η ανύποπτη στιγμή που τραυματίστηκα και έπαθα τον χιαστό.

Έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου. Και μικρός ήμουν και κανένα τραυματισμό δεν είχα προηγουμένως. Με φόβιζε ο χρόνος της αποκατάστασης.

Εκεί που ήμουν στο ζενίθ, χάνω όλη την χρονιά με έναν προπονητή που επιτέλους με πίστεψε. Από την υπέρτατη χαρά -σε μια στιγμή- πήγα στην απόλυτη απογοήτευση.

Δούλεψα σκληρά, βάζοντας στόχο να γυρίσω, πριν τελειώσει η χρονιά. Όπως και έγινε. Τραυματίστηκα τον Νοέμβριο και μπήκα σε αποστολή τέλη Μαρτίου, μετά από τεσσερεισήμισι μήνες. Πρόλαβα και τον Τελικό στο Καυταντζόγλειο με τον Ολυμπιακό, αλλά δεν ήμουν έτοιμος.

Γιατί πήγα από τον Άρη στον ΠΑΟΚ

Έμπαινα πια στον τελευταίο χρόνο του συμβολαίου μου. Εγώ ήθελα να μείνω στον Άρη.

Δεν είχε πάρει το μυαλό μου αέρα, Αρειανός ήμουν, αλλά, από την στιγμή που έφυγε ο Μπάγεβιτς, είδα μια διαφορετική αντιμετώπιση. Κάθε συζήτηση που κάναμε με τη διοίκηση ήταν απαξιωτική, όσον αφορά τόσο στον τρόπο με τον οποίον μου μιλούσαν όσο και στα λεφτά που μου προσέφεραν για να ανανεώσω.

Δεν είχα απαιτήσεις να πάρω τρελά λεφτά. Έπαιρνα 650 ευρώ μισθό για δυο χρόνια και τον πρώτο μάλιστα δεν πήρα ευρώ. Ήθελα να μείνω, αλλά όχι με τους όρους που μου πρότειναν.

Έτσι, τους ρώτησε ο εκπρόσωπός μου, εφόσον δεν με ήθελαν, αν θα με άφηναν να φύγω για ομάδα του εξωτερικού, σε περίπτωση που έφερνα πρόταση. Στην Ευρώπη, λόγω Εθνικής αλλά και με τα γκολ με τον Ερυθρό Αστέρα, είχε ακουστεί το όνομά μου.

Ήμασταν για προετοιμασία στην Αυστρία και με παίρνει τηλέφωνο ο ατζέντης για να μου πει ότι έχουμε πρόταση από την Σαμπντόρια. Έδινε, αν θυμάμαι καλά, στον Άρη 300.000 ευρώ, για έναν παίκτη που ο Άρης δεν είχε βάλει το χέρι στην τσέπη ούτε καλά-καλά για τους μισθούς του.

Ετοίμασα τα πράγματά μου, έβγαλε και ο πατέρας μου διαβατήριο, γιατί δεν είχε, και πήγαμε στην τότε διοίκηση Σκόρδα την πρόταση.

Ζητάει 400.000 ευρώ, δέχεται η Σαμπντόρια. Ζητάει τότε 500.000 και κάνει αντιπρόταση η ιταλική ομάδα 500.000 ευρώ και ποσοστό μεταπώλησης. Εγώ με τη βαλίτσα στο χέρι.

Ξαφνικά ο Σκόρδας γυρίζει και λέει «θέλω 1 εκατ. ευρώ». Λογικό ήταν η Σαμπντόρια να αρνηθεί και κάπως έτσι χάθηκε η ευκαιρία να φύγω στην Ιταλία.

Ήταν η χρονιά που ξεκίνησε με Ερνάντεθ και τελείωσε με Μαζίνιο.

Δεν έπαιξα καθόλου και στην ουσία, από την μέρα που τραυματίστηκα ως την μέρα που έφυγα, έπαιξα ένα ημίχρονο. Μιλάμε για ενάμιση χρόνο!

Ενώ ο Άρης ήταν το δεύτερο σπίτι μου, ένιωσα να μην με σέβονται. Ένιωσα απαξίωση με αυτά που μου έλεγαν και με το πώς διαχειρίστηκαν την κατάσταση. Ήμουν περιουσιακό στοιχείο του Άρη και, αν δεν ήταν ο Μπάγεβιτς, δεν θα έπαιζα ποτέ. Το πήρα κατάκαρδα. Το λέω ειλικρινά.

Από τον Άρη δεν ζήτησα πολλά χρήματα, απλώς ένα συμβόλαιο που θα μου έδινε το κίνητρο να κυνηγήσω παραπάνω σε βάθος τριετίας και όχι πενταετία με ψίχουλα που μου πρόσφερε ο Άρης.

Πριν τελειώσει το Πρωτάθλημα, με προσέγγισε με ωραίο τρόπο ο Βρύζας. Με είχε… καψούρα από μικρό.

Τότε ο ΠΑΟΚ είχε Σάντος προπονητή και Ζαγοράκη Πρόεδρο.

Μου έδιναν τα πενταπλάσια από αυτά που ζητούσα από τον Άρη.

Την πρώτη φορά που μου είχε πει ο ατζέντης μου για τον ΠΑΟΚ, μόλις έφυγε ο Μπάγεβιτς, η απάντησή μου ήταν «δεν πάω, ξέχασέ το». Μέσα στο επόμενο πεντάμηνο όμως έγιναν πολλά που με στεναχώρησαν, με πείσμωσαν, με πίκρανε η συμπεριφορά του Άρη, ενώ εγώ έδινα τα πάντα για την ομάδα, φοβόμουν ακόμα και τον μισθό μου να ζητήσω. Έλεγα στον εαυτό μου «θα δουλέψεις και θα πετύχεις».

Θυμάμαι σαν χθες τον ατζέντη μου να λέει στον Σκόρδα «Θα τον χάσεις ελεύθερο τον Θανάση. Δεν φοβάσαι μήπως τον πάρει κάποια καλή ελληνική ομάδα;» και εκείνον να απαντάει «Αν καθίσει ενάμιση χρόνο στον πάγκο, το πολύ-πολύ να πάει σε κανέναν Λεβαδειακό».

Από μόνος μου μια μέρα γυρίζω και ρωτάω λοιπόν «Η πρόταση του ΠΑΟΚ ισχύει ακόμη;». Ο τρόπος που με προσέγγισαν σε συνδυασμό με το πλάνο και τον προπονητή με οδήγησαν στην απόφαση να πάω στον ΠΑΟΚ.

Αν πήγαινα σε ομάδα του εξωτερικού, ο Άρης από τροφεία μόνο θα καρπωνόταν πάνω από 300.000. Από τον ΠΑΟΚ δεν πήρε φράγκο. Σίγουρα δεν θα ήταν και μεγάλη διαφορά σε μια περίοδο που έδιναν 500άρια σε καραβιές ξένων, αλλά θα ήταν κάτι.

Δεν πίστεψαν όμως ποτέ σε μένα.

Στον ΠΑΟΚ ξεκίνησε ένα νέο κεφάλαιο με μεγάλες απαιτήσεις, αντίστοιχα με τον Άρη.

Με τη διαφορά ότι δεν πήγα έτοιμος. Ενάμιση χρόνο έκανα μόνο προπονήσεις και, όταν πήγα στην προετοιμασία με Σάντος, δεν έπαιξα ούτε σε ένα φιλικό. Είχα μπροστά μου ΜουσλίμοβιτςΦιλομένο που είχε έρθει μεταγραφή, και τον Αναστασάκο.

Ξεκινάει η χρονιά, ο Αναστασάκος φεύγει στον Ατρόμητο και τραυματίζονται οι άλλοι δυο, με αποτέλεσμα ο Σάντος να με φωνάξει και να μου πει «μπαίνεις, δεν έχω άλλον».

Δεν ήμουν έτοιμος ούτε αγωνιστικά ούτε ψυχολογικά. Δεν είχα την αυτοπεποίθηση που είχα στον Άρη. Έμπαινα μέσα και αυτό φαινόταν, μεταφραζόταν σε χαμένες ευκαιρίες, κακές επιλογές. Με λίγα λόγια, δεν είχα ένα καλό ξεκίνημα και μου έμεινε η ρετσινιά που είναι δύσκολο να την αλλάξεις.

Ακόμη μου λένε στον δρόμο για εκείνη την ευκαιρία με τη «Φενέρ». Όταν έβαλε το γκολ ο Μουσλίμοβιτς, μπήκα μέσα στο γήπεδο και τον φίλησα, γιατί διαφορετικά θα με θεωρούσαν όλοι υπεύθυνο του αποκλεισμού.

Αν και θεωρώ ότι στα επόμενα δυο χρόνια, παρότι χάθηκαν ευκαιρίες, κέρδισα πολλά πράγματα. Με πίστεψαν οι προπονητές, μου έδωσαν ευκαιρίες.

Είναι σημαντικό, επίσης, πως ποτέ κανείς Αρειανός δεν γύρισε να μου πει ότι τους πούλησα, γιατί κράτησα ένα ήθος, αλλά και στον ΠΑΟΚ δεν προκάλεσα ποτέ κανέναν φίλο του Άρη, γιατί ξέρω ότι ο κόσμος δεν φταίει σε τίποτα.

Οι πρόεδροι έρχονται και παρέρχονται. Εγώ τα είχα με την τότε διοίκηση του Άρη. Μέχρι και λίγες μέρες πριν τελειώσει το συμβόλαιό μου, ερχόταν ο Στέφανος Γιώρης, τον είχα σαν δεύτερο πατέρα μου, και μου έλεγε να μην φύγω, γιατί θα αλλάξει η διοίκηση.

Δυο υπέροχα χρόνια στον ΟΦΗ

Από τον ΠΑΟΚ έφυγα μετά τον τρίτο χρόνο και πριν την ολοκλήρωση του συμβολαίου μου.

Ήμασταν σε προετοιμασία με τον Δώνη, μια από τις καλύτερες που έχω κάνει, μιλάμε για έναν γνώστη του ποδοσφαίρου και άνθρωπο. Έτσι όπως μου μίλησε, κατάλαβα ότι δεν είχα θέση στο ρόστερ με αυτούς που είχα μπροστά μου και πήρα την απόφαση να φύγω.

Είχα τότε ένα έντονο ενδιαφέρον από τον Μαχλά στον ΟΦΗ.

Ήταν μια μεγάλη αλλαγή για μένα, ένα πισωγύρισμα, και δεν το λέω σε επίπεδο μεγέθους, γιατί για μένα στην Ελλάδα είναι οι τρεις της Αθήνας, οι τρεις της Θεσσαλονίκης, ο ΟΦΗ και η Λάρισα. Είχαν πολλά οικονομικά προβλήματα, οι παίκτες είχαν φύγει και για μένα ήταν ένα μεγάλο ρίσκο.

Είπα στον εαυτό μου ότι «θα πας και θα χτίσεις κάτι από την αρχή», αφού είχα κάνει τον κύκλο μου στη Θεσσαλονίκη.

Θυμάμαι σαν χθες να μιλάω στο γραφείο με τον Αναστόπουλο, ο οποίος προσπαθούσε να με πείσει. Από το παράθυρο έβλεπα την προπόνηση και δεν ήξερα κανέναν παίκτη πλην του Μονιάκη και του Σίσιτς.

Πήγα εγώ, ήρθε ο Κουτσιανικούλης, ο Ιωαννίδης από τον Ηρακλή, φτιάξαμε ένα σύνολο από μείγμα νέων και έμπειρων, έχοντας στόχο να μείνουμε κατηγορία.

Δύσκολη χρονιά, με έναν προπονητή της παλιάς σχολής αλλά με μεγάλο προσόν τη διαχείριση της ψυχολογίας του σέντερ φορ.

Εκείνη την περίοδο εγώ δεν είχα αυτοπεποίθηση. Έμπαινα μέσα και σκεφτόμουν τι θα γίνει, αν δεν βάλω γκολ.

Ο Αναστόπουλος κάθε μέρα μου έλεγε ότι το γκολ δεν πατάς κουμπί για να το βάλεις. Με έβαζε και έκανα ανελέητα τελειώματα, σε κενή εστία, για να έχω, όπως έλεγε, επαφή με τα δίχτυα. Κάπως έτσι ήρθε η στιγμή που αρχίζω και ρολάρω, παίρνω τα πάνω μου με κάποια συνεχόμενα γκολ.

Συνέχισα και με τον Πετράκη, ο οποίος διαδέχτηκε τον Αναστόπουλο. Είχα γίνει η αιχμή του δόρατος. Ο παίκτης που έβαζε τα γκολ. Ήταν η πιο παραγωγική μου χρονιά μέχρι τότε.

Την επόμενη χρονιά ήρθε ένας φοβερός κατά την γνώμη μου προπονητής, ο Σα Πίντο. Κατάφερε να παντρέψει την μαχητικότητα και τα προσόντα των ποδοσφαιριστών με τη σκληρή δουλειά. Μαζί του δεν… τελείωνε η προπόνηση.

Στο οικονομικό βέβαια παραμέναμε απλήρωτοι, με συνέπεια, όταν έφυγα, να πέσει η ομάδα Γ’ Εθνική και να χάσουμε τα λεφτά μας.

Εγώ στα δυο χρόνια “κέρδισα” 20 γκολ, φτάσαμε και ημιτελικό Κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό, από τον οποίον αποκλειστήκαμε στην παράταση, ενώ ταυτόχρονα, αν με ρωτήσεις τι ομάδα είμαι, θα σου απαντήσω Άρης και ΟΦΗ!

Πέρασα δυο υπέροχα χρόνια, ο κόσμος με αγάπησε, αναγνώρισε όσα έκανα σε δύσκολα χρόνια για τον ΟΦΗ. Τα κατάλαβα και ανατρίχιασα πραγματικά, όταν πήγα να παίξω με τη Λάρισα και με αποθέωσε.

Ήταν δυο χρόνια δύσκολα, ιδίως στο οικονομικό, και αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που επέλεξα τον Ολυμπιακό, παρότι είχα κι άλλες προτάσεις.

Γνώριζα ότι ήταν δύσκολο να παίξω, πήγα με Μίτσελ, είχε γυρίσει και ο Μήτρογλου, είχα απέναντί μου παικταράδες. Οπότε πήγα στον Ατρόμητο. Περίεργη χρονιά.

Η εκπλήρωση των ονείρων

Η βελγική Κόρτραϊκ με παρακολουθούσε ήδη από τον ΟΦΗ, με ήθελε πολύ ο Τεχνικός Διευθυντής.

Ήταν η εποχή που στο Βέλγιο αγωνίζονταν αρκετοί Έλληνες, όπως ο Γκαλίτσιος, ο Σηφάκης, ο Μαρίνος.

Για μένα το εξωτερικό ήταν κάτι το άγνωστο, αν και ήταν πάντα όνειρό μου.

Εντελώς άλλος κόσμος. Διαφορετική νοοτροπία. Το πέρασμά μου από το εξωτερικό με έκανε καλύτερο άνθρωπο, με βελτίωσε ως χαρακτήρα, στην κουλτούρα μου.

Είδα ότι για μια μεσαία ομάδα του Βελγίου το να έχεις πρωινό και φαγητό μετά την προπόνηση ήταν πράγματα δεδομέναΜόνο στον Ολυμπιακό το είχα συναντήσει.

κεί υπήρχε σεβασμός και έξω από το γήπεδο, θα τρέξουν για σένα και την οικογένειά σου.

Αλλάζει μεμιάς το σκεπτικό σου, γνωρίζοντας τι ζεις στην Ελλάδα και βλέποντας τις συνθήκες στο εξωτερικό.

Αν και δυσκολεύτηκα στην αρχή, γιατί ήθελε ανελέητο τρέξιμο, ακόμα και στην προπόνηση, η πρώτη μου χρονιά εκεί ήταν φανταστική, το στυλ παιχνιδιού μού ταίριαξε, έβαλα εννιά γκολ σε 30 ματς.

Ήταν η εποχή που με παρακολουθούσε ο συνεργάτης του Σκίμπε στην Εθνική, ο Ηρακλής Μεταξάς, και με καλούν για πρώτη φορά στην Εθνική για κάποια φιλικά στην Αθήνα και ένα τουρνουά στην Αυστραλία. Το έζησα κι αυτό!

Στη δεύτερή μου χρονιά στην Κόρτραϊκ λόγω κάποιων συγκυριών δεν ξεκίνησα καλά, ενώ προερχόμουν από μια καταπληκτική χρονιά. Δεν έβαζα γκολ, ήρθε από τον πάγκο κάποιος άλλος και το έκανε.

Έφτασε Δεκέμβριος και εγώ αισθανόμουν παραγωγικός, ήθελα να παίζω.

Τότε εμφανίστηκε η Ρόντα του Γιάννη Αναστασίου που έψαχνε φορ. Ένας Έλληνας προπονητής και μια ευκαιρία για μένα να πάρω παιχνίδια.

Να πω την αλήθεια τον Έλληνα προπονητή τον φοβάμαι, αλλά δεν φαντάστηκα ότι θα το συναντούσα στο εξωτερικό. Ήταν μια κακή συνεργασία, χωρίς να θέλω να μπω σε λεπτομέρειες.

Ήμουν δανεικός και το καλοκαίρι γύριζα στην Κόρτραϊκ. Λίγο πριν επιστρέψω από τη Θεσσαλονίκη στο Βέλγιο για την προετοιμασία, μαθαίνω ότι ο Αναστασίου έκλεισε στην Κόρτραϊκ.

Ήμασταν τρεις Έλληνες, εγώ, ο Σηφάκης και ο Γούτας. Δεν έμεινε κανείς. Εμένα δεν με πήρε καν να μου εξηγήσει τον λόγο. Ενημέρωσε απλώς τη διοίκηση ότι έπρεπε να φύγω.

Προκύπτει τότε η πρόταση από την Άαλεσουντ στη Νορβηγία.

Στην αρχή… ξίνισα, δεν ήταν κάποιο μεγαθήριο, αλλά πέρασα καταπληκτικά το εξάμηνο που κάθισα, αποκομίζοντας πολλές εμπειρίες για τον τρόπο παιχνιδιού.

Η οργάνωση και η ποιότητα ζωής εκεί φοβερές, το κρύο κάποια στιγμή το συνηθίζεις, μια πόλη παραμύθι, δεν πίστευα ότι υπάρχουν τέτοια μέρη!

Εν τω μεταξύ, ο Αναστασίου είχε φύγει από την Κότραϊκ και είχε αναλάβει ένας Βέλγος, ο οποίος ζήτησε να επιστρέψω. Ολοκλήρωσα το συμβόλαιό μου λοιπόν και το καλοκαίρι ήμουν πάλι σε αναζήτηση ομάδας.

Αρχικά πήγα στη Χάποελ Χάιφα, μετά στη Ντινάμο Βουκουρεστίου, η οποία είχε προπονητή τον παλιό της Μουσκρόν που με ήξερε από το Βέλγιο, και το οδοιπορικό μου στην Ευρώπη ολοκληρώθηκε με ένα πέρασμα από την Βολουντάρι.

Είχα πλέον αρχίσει να νιώθω ότι πρέπει να επιστρέψω στην Ελλάδα και για οικογενειακούς λόγους. Μίλησα με τον Γρηγορίου που ήταν στη Λάρισα. Έντονη εμπειρία και εκεί. Ο επαναπατρισμός μου δεν εξελίχθηκε καλά.

Δέκα χρόνια μακριά από το σπίτι

Για να είμαι ειλικρινής, μετά την πρώτη μου καταπληκτική χρονιά στην Κόρτραϊκ και την κλήση μου στην Εθνική, μια αναγνώριση των προσπαθειών μου, δεν είχα ανοδική πορεία. Είχα πολλές μεταπτώσεις, αλλά για ένα σέντερ φορ δεν ήταν αυτό που επιθυμούσα.

Έφταιξαν πολλά, εγώ, συγκυρίες, διάφοροι άλλοι παράγοντες. Δεν την είδα… βεντέτα και πήραν τα μυαλά μου αέρα. Πίστευα όμως ότι από την Κόρτραϊκ θα έπαιρνα μια καλή μεταγραφή. Αντ΄ αυτού, άρχισα να φεύγω δανεικός.

Στη Λάρισα έμεινα έναν χρόνο και έφυγα για την Ξάνθη στη Β΄ Εθνική, με ένα ωραίο πρότζεκτ, με καλούς παίκτες και με στόχο την άνοδο.

Με βάση αυτά που έζησα, για μένα η Ξάνθη είναι ομάδα πρότυπο και δεν μπορεί να λείπει από το Ελληνικό Πρωτάθλημα.

Ήταν μια χρονιά δύσκολη, με σκαμπανεβάσματα, κορωνοϊό, καραντίνα, αλλαγές προπονητών και ήταν θέμα ζωής και θανάτου να ανέβει η Ξάνθη σε ένα από τα καλύτερα Πρωταθλήματα Β΄ Εθνικής που έχουν γίνει.

Χάθηκε η άνοδος σε ένα μπαράζ με τον Παναιτωλικό, κερδίσαμε 2-1 στην έδρα μας και χάσαμε 1-0 εκτός με πέναλτι στο 85΄, οπότε δεν ανεβήκαμε.

Εν προκειμένω, δεν είχαμε μεγάλες διαφορές, θεωρώ όμως αδικία το να παίζεις όλη σου την χρονιά σε ένα μπαράζ με ομάδα Super League που έχει άλλες απαιτήσεις. Ακόμα και ο τελευταίος της Super League είναι καλύτερος από τον πρώτο της Β΄ Εθνικής.

Μετά την Ξάνθη, αν και σωματικά ένιωθα καλά, δεν είχα πολλές προσδοκίες. Άδειασα πνευματικά και, επειδή είμαι ρεαλιστής, έβλεπα τι γίνεται. Άρχισα να θέλω και να μην μπορώ.

Στην Ξάνθη δεν είχα μια παραγωγική χρονιά, αλλά δεν τα παρατούσα. Δεν ήμουν ο πλέον παραγωγικός σέντερ φορ, αλλά κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν δούλευα για την ομάδα. Έκανα άλλες δουλειές. Δεν ήμουν ο τεμπέλης που θα περίμενα την μπάλα στην περιοχή. Τα άλλα μπορεί να τα δεχτώ, ότι δεν ήμουν γκολτζής, ικανός κτλ. Όχι όμως αυτό.

Έκανα διακοπές λοιπόν και χτυπάει το τηλέφωνο, κάποιος μου έκανε πρόταση να πάω στη Ρόδο.

Ήμουν διστακτικός, γιατί δεν πίστευα ότι θα μπορούσαν να καλύψουν το συμβόλαιό μου για να πάρω και την οικογένειά μου μαζί. Είχα προτάσεις από ομάδες κοντινές στη Θεσσαλονίκη και το προτιμούσα.

Η ομάδα είχε απαγόρευση μεταγραφών, από έμπειρους πήρε εμένα και άλλους δυο. Αποδείχτηκε μια λανθασμένη επιλογή, δεν θέλω καν να το θυμάμαι, το μόνο που κρατάω ως εμπειρία είναι το νησί.

Είχα φτάσει στο σημείο, με αυτά που έβλεπα να γίνονται στις κατώτερες κατηγορίες, να μην ξέρω αν έχω τη δύναμη να συνεχίσω μακριά από το σπίτι μου. Δέκα χρόνια συνεχόμενα μακριά από τη Θεσσαλονίκη, τα πέντε στο εξωτερικό. Έλεγα ότι ή θα βρω κάτι εδώ κοντά ή θα σταματήσω το ποδόσφαιρο.

Έτσι, μετά τη Ρόδο, προέκυψε ο Θερμαϊκός Θέρμης. Με προσέγγισαν καλά, έδειξαν σεβασμό στο πρόσωπό μου και δέχτηκα να βοηθήσω με την εμπειρία μου.

Αν με ρωτούσες παλιότερα, θα σου έλεγα ότι, μόλις σταματήσω, θα ήθελα να συνεχίσω να ασχολούμαι είτε προπονητικά είτε μανατζερικά, γιατί μου αρέσει το ποδόσφαιρο.

Αν ήμουν σε άλλη χώρα, ίσως ήταν πιο εύκολη η απόφαση. Στην Ελλάδα δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο.

Το ξεκίνημα είναι δύσκολο. Με ποιον θα συνεργαστείς, τι θα ακούσεις από αυτόν. Δεν λειτουργεί σωστά από τη βάση του το πράγμα.

Το 2021, για παράδειγμα, ήμασταν 36 ομάδες για να βγει μια στη Super League. Γιατί να πάρει κάποιος μια ομάδα στη Β΄ Εθνική; Χωρίς τηλεοπτικά, χωρίς έσοδα. Οι περισσότερες ομάδες δεν έχουν τις στοιχειώδεις υποδομές για να δουλέψει ένας ανερχόμενος προπονητής.

Δεν λέω ότι δεν θα το κάνω, αλλά δεν έχω την ίδια θέληση.

Το ποδόσφαιρο είναι μια μικρή κοινωνία και θα ήθελα να μείνω στον χώρο. Απλώς θέλω να το κάνω διατηρώντας ένα ήθος που είχα και ως ποδοσφαιριστής, δεν θέλω να είμαι μέρος της… βρομιάς του ελληνικού ποδοσφαίρου…