Η πιο συγκλονιστική συνέντευξη Κουρδάκη για τη μάχη του με τον καρκίνο στο πλαίσιο της καμπάνιας στη μνήμη του Αλέξανδρου Νικολαΐδη

Το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα γεμάτο ιστορίες. Όχι μόνο από τα γεγονότα του αλλά και αυτό που «κρύβει» πίσω από τα μάτια του ο κάθε αθλητής. Βιώματα που τον έχουν διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό ως χαρακτήρα και μπορούν να δώσουν ελπίδα και μία διαφορετική ματιά σε αρκετά θέματα που απασχολούν τους ανθρώπους στην καθημερινότητά τους.

Μία τέτοια μοιράστηκε με το Gazzetta ο Εβρίτης ποδοσφαιριστής Παναγιώτης Κουρδάκης, στο πλαίσιο της καμπάνιας #giatonAlexandro, που έκανε το Gazzetta για να τιμήσει τη μνήμη του Αλέξανδρου Νικολαΐδη. Ο Κουρδάκης, σε ηλικία 34 ετών ζει μόνιμα στο Λουξεμβούργο, απολαμβάνει το ποδόσφαιρο ως χόμπι και έχει να θυμάται όσα πέρασε στην Ελλάδα, εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων, με αποκορύφωμα τη μάχη με τον καρκίνο στην τρυφερή ηλικία των 18 ετών.

Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο με τον ΠΑΟΚ, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον καρκίνο αλλά το «φάρμακο» του ποδοσφαίρου και της απέραντης αγάπης του για αυτό, τον έκανε να βγει νικητής από αυτή την κατάσταση. Έγινε επαγγελματίας, έπαιξε στην πρώτη κατηγορία με τον ΟΦΗ και εξιστορεί στο Gazzetta όσα έχει ζήσει μέχρι σήμερα, προσφέροντας απίθανες ιστορίες από την πορεία του.

image

«Ο πατέρας μου είναι ήρωας, όχι εγώ»

Αρχικά πες μου για τα παιδικά σου χρόνια. Πώς ξεκίνησες το ποδόσφαιρο;

«Γεννήθηκα σε ένα χωριό κοντά στον Έβρο. Ο πατέρας μου έχει μία φάρμα με μοσχάρια κλπ. Για εμένα είναι ήρωας, να ξέρεις, γιατί είμαστε τέσσερα αδέρφια, εγώ και τρεις αδερφές και σκέψου πως μας έχει μεγαλώσει μόνος του, μέσα στα ζώα, στη φάρμα. Αυτός είναι ήρωας για εμένα και όχι εγώ με όσα έχω κάνει, γιατί το ακούω συχνά. Εκεί ξεκίνησα το ποδόσφαιρο, ήμουν με μία μπάλα πάνω μου πάντα. Ήταν ένα χωριό 300 κατοίκων και για ακαδημία πήγα στο Διδυμότειχο, που ήταν 10 χιλιόμετρα μακριά, και έκανα τα πρώτα μου βήματα.

Μέρα-νύχτα με μία μπάλα. Η ομάδα σκέψου πως έπαιζε Δ’ Εθνική τότε, δηλαδή σαν να είναι Γ’ Εθνική τώρα. Δηλαδή μία κατηγορία πριν τα επαγγελματικά πρωταθλήματα. Παρότι ήμουν πιτσιρικάς, ο προπονητής με έπαιρνε μαζί του συνέχεια και στα 13 με 14 με είχε στην αποστολή, χωρίς να παίζω βέβαια. Αλλά την επόμενη χρονιά, λόγω των προβλημάτων και των τραυματισμών στην ομάδα, έπαιξα αρκετά παιχνίδια. Παρότι δεν πήγαινε καλά η ομάδα, εγώ είχα συλλέξει εμπειρίες και με είδαν αρκετά “μάτια” για να πάω αλλού.»

Στον ΠΑΟΚ πώς πήγες;

«Στο τέλος της σεζόν, προσέγγισαν τον προπονητή μου κάποιοι άνθρωποι του ΠΑΟΚ και του είπαν πως έχουν δοκιμαστικά για τη νέα σεζόν στις ακαδημίες τους. Έτσι πήγε εκείνος στον πατέρα μου για να του το πει. Εγώ είχα τρελαθεί φυσικά, ήθελα πώς και πώς να πάω, αλλά το αστείο είναι πως εκείνο το σαββατοκύριακο έδινα για δίπλωμα στα αγγλικά. Σημαντική παρένθεση, πως γενικά δεν ήταν η… αδυναμία μου το σχολείο. Και πιάνω τον πατέρα μου, του λέω πως θέλω να πάω και το ακούει η μάνα μου. Άρχισε και μου έλεγε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να φύγω, γιατί έχω το δίπλωμα και αυτό συνεχίστηκε για κάποιες μέρες.

Έλεγα στον πατέρα μου πως θα το δώσω μετά και η μητέρα μου συνέχιζε πως δεν γίνεται να μην πας, έχουμε δώσει τόσα λεφτά (γέλια). Τελικά πήγα, δοκιμαστήκαμε περίπου 10-15 παιδάκια στο γήπεδο του Μακεδονικού και μέναμε εκεί. Τελείωσα και το λύκειο εκεί, και είχα φτάσει μέχρι την Κ20 του ΠΑΟΚ, δηλαδή ένα βήμα πριν την πρώτη ομάδα. Είχα αρκετούς συμπαίκτες που έπαιξαν σε μεγαλύτερο επίπεδο, όπως ο Κλάους Αθανασιάδης. Ήμασταν μία καλή φουρνιά, είχαμε πάρει το πρωτάθλημα και ήμασταν τυχεροί γιατί τότε οι μεγαλύτεροι είχαν φύγει και στο τέλος θα έκαναν επαγγελματίας επτά με οκτώ παίκτες από εμάς.»

Τι θυμάσαι από την κοινή σου πορεία με τον Αθανασιάδη;

«Εγώ προσωπικά είχα και έχω απίστευτη σχέση μαζί του. Μπορεί πλέον να μιλάμε μέσω τηλεφώνου, αλλά έχουμε πολύ καλή σχέση. Ποδοσφαιρικά δεν μπορώ να τον κρίνω φυσικά, υπάρχουν άλλοι για αυτό αλλά σαν χαρακτήρας καταλαβαίνεις, είχα δεθεί μαζί του. Γενικά δεν μιλάω για άλλους, γιατί δεν μπορεί κάποιος να καταλάβει τι πιστεύω εγώ για έναν συγκεκριμένο ποδοσφαιριστή γιατί δεν ξέρει τι έχω περάσει μαζί του. Όταν ο άλλος σε έχει βοηθήσει τόσο πολύ, έχεις μεγαλώσει μαζί του… Οπότε δεν γίνεται να τους κρίνω, γιατί απλά μου φαίνονται τέλειοι. Δεν έχω καλό κριτήριο εγώ.

Με τον Διαμαντόπουλο, ας πούμε, πήγαινα σπίτι του, καθόμασταν 4-5 μέρες, μας τάιζε η μητέρα του. Όταν έχεις περάσει τόσα με έναν άνθρωπο, δεν μπορείς να τον κρίνεις. Έχεις αναπτύξει άλλη σχέση. Ο καθένας έχει τα δικά του κριτήρια. Ακόμα και με τα «στραβά» του, δεν μπορείς να πεις κάτι. Εδώ με τη γυναίκα σου τσακώνεσαι αλλά δεν ζεις χωρίς εκείνη. Από τον Αθανασιάδη, θυμάμαι πως μαζί με τον Διαμαντόπουλο εκείνη τη σεζόν είχαν βάλει 50 γκολ μαζί νομίζω. 30 ο ένας και 20 ο άλλος, κάτι τέτοιο. Αλλά ήμασταν όλη σαν παρέα.

Εκείνη τη χρονιά, βέβαια, λίγο πριν το φινάλε, ήταν που διαγνώστηκα με καρκίνο…».

image

«Ο Ζαγοράκης έκανε χαμό και πλήρωσε τα έξοδα για τις θεραπείες»

Πώς το έμαθες;

«Ήμουν 18 ετών και λίγο πριν τελειώσω την τρίτη λυκείου. Ευτυχώς είχαμε έναν καλό διευθυντή γιατί είχα ήδη αρκετές απουσίες. Γνώριζε ότι, αν παίζαμε Σάββατο με ομάδες εκτός Θεσσαλονίκης, θα έπρεπε να φεύγουμε από Παρασκευή. Οπότε μας βοήθησε σε αυτό το κομμάτι. Γύρω στον Μάρτιο με Απρίλιο, σε μία προπόνηση με βρήκε με δύναμη η μπάλα, με είδε ο γιατρός και πήγαμε στο νοσοκομείο. Εκεί είδαν πως ο ένας όρχις ήταν πρισμένος. Δεν θέλω να μπω σε παραπάνω λεπτομέρειες πάνω σε αυτό αλλά το θέμα είναι πως διαγνώστηκα με καρκίνο και δεν ήταν μόνο στον όρχι.

Είχε κάνει μετάσταση σε όλη την κοιλιακή χώρα. Εγώ, εκείνη την περίοδο, ήμουν σαν «θηρίο στο κλουβί», γιατί δεν καταλάβαινα την κρισιμότητα της κατάστασης. Εγώ σκέψου έλεγα πότε θα κάνω προπόνηση. Δεν είχα καταλάβει πόσο επικίνδυνο ήταν. Θυμάμαι πως τότε στην πρώτη ομάδα ήταν παίκτες όπως ο Ζαγοράκης, ο Τοχούρογλου κλπ και είχαν έρθει στο νοσοκομείο για να μου δώσουν δύναμη. Τότε ήταν που μου είπαν πως όλα τα έξοδα τα έχει αναλάβει ο ΠΑΟΚ και είχαν βοηθήσει πολύ και τη μητέρα μου σε όλο αυτό.»

Πώς το αντιμετώπισες και πόσο κράτησε όλο αυτό;

«Κράτησε περίπου ένα χρόνο, με χημειοθεραπείες, από νοσοκομείο σε νοσοκομείο, ήταν γενικά μία πολύ δύσκολη περίοδος αλλά θυμάμαι ότι δεν ήθελαν οι γιατροί να μου πουν στη ψύχρα ότι μπορεί και να μην ζήσω. Από την άλλη, δεν ήθελαν να μου χαλάσουν και τη ψυχολογία, οπότε με άφηναν να μιλάω για το ποδόσφαιρο. Θεωρώ πως βοήθησε το ότι δεν είχα καταλάβει τη σοβαρότητα. Θεωρώ πως τώρα αν είχε συμβεί κάτι παρόμοιο, δεν ξέρω αν θα είχα την ίδια αντιμετωπίση ή δύναμη να το αντιμετωπίσω, οπότε βοήθησε πολύ ο τρόπος που το αντιμετώπισα.

Είναι θέμα ψυχολογίας ξεκάθαρα. Και φυσικά παίζουν ρόλο οι γιατροί και η επιστήμη που έχει προχωρήσει τόσο. Είχα και εγώ την ανεμελιά. Μέσα σε όλα αυτά ήρθε και ο προπονητής και μου είπε πως είμαι μέσα στις επιλογές του, ότι ήθελαν να με κάνουν επαγγελματία και μου εξήγησαν πως μόλις γίνω καλά, θα υπογράψω. Τότε ήταν που γύρισα και είπα στους γιατρούς «Τελειώνετε, θέλω να πάω να παίξω» (γέλια)».

Μόλις το ξεπέρασες, υπέγραψες τελικά στον ΠΑΟΚ;

«Μπήκα αρχικά στις προπονήσεις με την Κ20, για να δουν πως όντως είμαι καλά με την υγεία μου και μπορώ να παίξω, ώστε να υπογράψω με την πρώτη ομάδα. Και έρχονται τα έξοδα των νοσοκομείων. Καταλαβαίνεις τώρα για τι ποσά μιλάμε, καθώς ήταν χημειοθεραπείες, παραμονή, εξετάσεις κλπ. Και ξαφνικά έρχεται ένα χαρτί στον πατέρα μου με όλα αυτά τα έξοδα και τους κάνει εκείνος έντρομος, πως αυτά έχω και τους έδειξε τη φάρμα με τα μοσχάρια και το σπίτι. Και τους πήρα τηλέφωνο στον ΠΑΟΚ και ρώτησα τι συνέβη γιατί είχαν πει πως θα τα καλύψουν όλα, παρότι είχαν οικονομικά προβλήματα στη διοίκηση.

Και τότε είχε μόλις αναλάβει πρόεδρος ο Ζαγοράκης. Με θυμόταν γιατί είχε έρθει στο νοσοκομείο αρκετές φορές ως ποδοσφαιριστής. Και μόλις το έμαθε, «τρελάθηκε». Πήγε την επόμενη μέρα και έγινε χαμός και έλεγε πως είναι ντροπή να μην έχουν πληρωθεί τα έξοδα του παιδιού. Και την επόμενη μέρα ήρθε και τα πλήρωσε όλα. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό που έκανε. Για εμένα είναι ένας σωτήρας, ότι και αν συνέβη σε άλλα θέματα με εκείνον, εγώ δεν γίνεται να μην τον έχω σαν ήρωα για αυτό που έκανε και καταλαβαίνεις πώς το λέω.

Στο αγωνιστικό, μόλις άρχισα να αποδίδω, υπέγραψα τριετές συμβόλαιο και ξεκίνησα την προετοιμασία. Δεν είχα συμμετοχές με την πρώτη ομάδα γιατί έφευγα ως δανεικός. Είχα παίξει σε κάποια φιλικά αλλά μέχρι εκεί, γιατί ήμουν πάντα προετοιμασία αλλά μετά έπαιζα σε άλλες ομάδες. Χωρίς ατζέντηδες και τέτοια τότε. Μίλαγα μόνος μου και πάντα έλεγα ότι αν θέλουν να πάω δανεικός, θα πήγαινα.»

image

«Ήμουν έτοιμος να κάνω εμετό μετά τις προπονήσεις με τον Σάντος»

Τι πήγε λάθος και δεν έπαιξες στην πρώτη ομάδα;

«Κοίτα είναι αυτό που γίνεται πάντα στην Ελλάδα. Έρχονταν ξένοι κάθε καλοκαίρι και μου έλεγαν πως πρέπει να φύγω, παρότι έκανα γεμάτες σεζόν στη Β’ Εθνική. Δεν πήγαινα ποτέ κόντρα σαν παιδί, οπότε το αποδεχόμουν. Υπήρχαν άλλα παιδιά που «μίλαγαν» και δεν έφευγαν. Σε άλλους… βγήκε γιατί άλλαζε ο προπονητής και έπαιρναν ευκαιρίες, σε άλλους όχι, αλλά δεν ήθελα να πηγαίνω κόντρα».

Τι σχέση είχες με τους προπονητές στον ΠΑΟΚ;

«Γενικά ήμουν με πολύ καλούς προπονητές όπως ο Σάντος ή ο Μπόλονι. Θα σου πως μία τρομερή ιστορία με τον Ματέο Μπερέτα που ήρθε και έφυγε σε έναν μήνα. Θυμάμαι έχουμε πάει προετοιμασία και εγώ ήμουν έτοιμος σωματικά γιατί είχα κάνει μόνος μου προπονήσεις και ήμουν έτοιμος για πίεση, τρέξιμο, τα πάντα. Και πάμε την πρώτη μέρα και μάς λέει, ρεπό το πρωί και χαλαρή προπόνηση το απόγευμα.

Μου φάνηκε περίεργο. Την επόμενη μέρα το ίδιο. Την τρίτη μέρα χαλαρά το πρωί και ρεπό το απόγευμα και εκείνος… άραζε. Και έφυγε στο μήνα πάνω σκέψου. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα ειλικρίνα. Είναι αυτά που σου μένουν όσο μεγαλώνεις και έχεις πολλές τέτοιες ιστορίες. Εννοείται πως θυμάμαι πιο έντονα τον Σάντος όμως».

Τι ιδιαίτερο είχε συμβεί με τον Σάντος;

«Έχω και από εκείνον μερικές ιστορίες. Θυμάμαι πως θυμόταν τα ονόματά μας και μάς φώναζε «κιτς» και τον αριθμό μας. Είχε μία εντεκάδα μόνιμη με 2-3 αλλαγές, δηλαδή δεν ήθελε να γίνεται προπόνηση με πάνω από 20 άτομα. Μόνο στο δίτερμα επειδή ήθελε να συμπληρώσει έφερνε κάποιους. Θυμάμαι πως έπαιζε κάτι παιχνίδια με χαρτιά μαζί με τον Ιωσηφίδη (γενικός αρχηγός τότε) και ήταν τρομερός ο Σάντος. Σκοτωμός μεταξύ τους, πραγματικά, αλλά δεν θυμάμαι πως το έλεγαν το παιχνίδι. Είναι σαν αυτά που έχουμε και εμείς εδώ.

Από την άλλη ήταν πολύ αυστηρός και οι προπονήσεις ήταν πολύ δυνατές. Σε σημείο σκέψου να είμαι έτοιμος να κάνω εμετό στο τέλος. Μερικά παιδιά έκαναν κατά τη διάρκεια, τόσο ένταση είχαν. Ήταν από τις λίγες φορές που ένιωθα έτσι στην καριέρα μου»

Ποιον παίκτη θαύμαζες από τον ΠΑΟΚ;

«Τον Κοντρέρας. Δεν υπήρχε το στιλ παιχνιδιού του. Είχε τόση ψυχραιμία, πολύ καλός με την μπάλα στα πόδια. Εμένα μου μιλούσε, με βοηθούσε πολύ όταν ήταν δίπλα μου και μού μετέφερε όσα ήξερε. Σκέψου ότι από εκείνον δεν υπήρχε περίπτωση να πάει πλάγιο η μπάλα. Την κατέβαζε, σήκωνε το κεφάλι και προσπαθούσε να την βγάλει άμεσα στην επίθεση με κάθε τρόπο. Ο Σάντος ήταν έτοιμος να… εκραγεί μαζί του.

Φώναζε συνέχεια “Διώξε την μπάλα, μην ρισκάρεις” και εκείνος έκανε κοντρόλ ήρεμος, να κάνει σωστή πάσα. Βέβαια, είχε δέσει εξαιρετικά με τον Τσιρίλο γιατί ήταν το στιλ που ήθελε ο Σάντος. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον θεωρώ στον τρόπο που έπαιζαν».

image

Η ατάκα του Αναστόπουλου: «Από πάνω θα πηδάς αγόρι μου!»

Μετά πήγες στον ΟΦΗ όπου έπαιξες στη Superleague. Πες μου για την εμπειρία σου εκεί;

«Στον ΟΦΗ ευχαριστήθηκα το ποδόσφαιρο. Σίγουρα στην Τούμπα είναι αλλιώς, να είσαι στον πάγκο και να μεγαλώνεις μέσα στον ΠΑΟΚ αλλά όταν δεν έχεις παίξεις καθόλου, δεν ήθελα να το τραβήξω από τα… μαλλιά. Ειδικά όταν πήγα στην Κρήτη και είχε τόση… ζεστασιά μεταξύ των οπαδών και της ομάδας. Ήταν αυτό μου άρεσε. Είχα αναπτύξει μία… οικογενειακή σχέση με τους φιλάθλους, γιατί τη μία έπαιζες ματς και την επόμενη τους έβρισκες για καφέ, πήγαινες μαζί τους για καφέ. Υπήρχε ένα πολύ ωραίο κλίμα».

Εκεί είχες προπονητή τον Νίκο Αναστόπουλο. Τι ιστορίες θυμάσαι από τότε;

«Θα μπορούσα να σου μιλάω με τις ώρες για τον κ. Αναστόπουλο. Με βοήθησε από την πρώτη στιγμή που πήγα στον ΟΦΗ και θυμάμαι που ήταν πολύ προληπτικός. Ίσως ήμουν τυχερός πάνω σε αυτό. Εγώ πήγα τελευταία μέρα των μεταγραφών στην ομάδα και είχαν παίξει ήδη δύο ματς όπου είχαν χάσει. Κάνω προετοιμασία και ήταν να παίξουμε στην έδρα του Πλατανιά. Αξιοσημείωτο πως η ομάδα δεν είχε κάνει διπλό τους τελευταίους έξι μήνες τότε.

Στην προπόνηση λοιπόν δεν μου είχε δείξει ότι θα ξεκινήσω βασικός. Γενικά δεν έδειχνε στις προπονήσεις ποιοι θα παίξουν αλλά συνήθως πριν την προπόνηση ή στο ξενοδοχείο θα είχε αναφέρει αν σκέφτεται να με βάλει ή όχι. Όμως δεν είχε πει τίποτα απολύτως. Τότε έκανα παρέα και με τον Κουτσιανικούλη και είμαστε στο ξενοδοχείο πριν φύγουμε για το γήπεδο. Και εκεί αρχίζει να λέει την εντεκάδα όπου λέει «Σόουζα με τον Κουρδάκη στόπερ». Και μου γυρνάει ο Κουτσιανικούλης και μου λέει «Ρε μ***** ξεκινάς;». Και του απαντάω εγώ «μπερδεύτηκε» (γέλια). Και επέμενε ο Κουτσιανικούλης πως με είπε και του έλεγα μήπως δεν το ακούσαμε καλά.

Το αστείο είναι πως όσο έδινε οδηγίες και έλεγε διάφορα δεν με είχε ξανα αναφέρει πουθενά. Για να το επιβεβαιώσω και εγώ ότι ξεκινούσα. Και στο τέλος μου λέει ο Κουτσιανικούλης πάλι ότι με είπε και εγώ επέμενα ότι μπερδεύτηκε. Και πάω στον βοηθό του που είχα περισσότερο θάρρος και τον ρωτάω: «Ρε σύ, να σε ρωτήσω, ο κόουτς είπε ότι ξεκινάω ή μπερδεύτηκε;» και μου απαντάει: «Ναι ρε, ξεκινάς, άντε σοβαρέψου» και έτσι έπαιξα βασικός. Πήραμε διπλό, έκανα τρομερό ματς και αυτό ήταν. Δεν μου είχε ξαναμιλήσει ποτέ για το θέμα της εντεκάδας. Απλά έπαιζα βασικός. Ειδικά όταν ρόλαρε η ομάδα».

Τι το ιδιαίτερο είχε ως προπονητής;

«Ήταν ένας προπονητής που έπαιζε πολύ με τη ψυχολογία των ποδοσφαιριστών. Ένιωθες ότι μπαίνεις μέσα στο γήπεδο και δεν βλέπεις… κανέναν. Ειδικά εγώ που ήμουν πιτσιρικάς. Λειτουργούσα και εγώ με την ψυχολογία. Αν μου έλεγες μπράβο, έκανα τα πάντα για να πάω ακόμα παραπάνω. Αν με πήγαινες στην κόντρα, τότε τελείωνες για εμένα. Ο κ. Αναστόπουλος λοιπόν ήταν… μανούλα πάνω σε αυτό.

Παίζαμε με τον Αστέρα Τρίπολης ας πούμε και έρχεται λέει: “Λοιπόν, ο Αστέρας παίζει με αυτόν τον τρόπο. Μπροστά, ο Μπαράλες. Ψηλός και δυνατός στο ψηλό παιχνίδι. Εμείς, Κουρδάκης, δεν τον βλέπει, από πάνω θα τον περάσει. Από πάνω θα πηδάς αγόρι μου. Έχουμε τον Κουρδάκη, θα τον… δαγκώσει”. Και όταν μέσα στο ματς ήμουν απόλυτα έτοιμος.»

Στη συνέχεια συνέχισες στις χαμηλότερες κατηγορίες. Τι συνέβη;

«Θεωρώ πως το… λάθος μου είναι που μετά τον ΟΦΗ πήγα στον Ηρακλή που ήταν Β’ Εθνική. Δηλαδή έφυγα από την πρώτη κατηγορία για την δεύτερη. Βέβαια, για να καταλάβεις τον λόγο της απόφασής μου, τότε είχα περάσει και στα ΤΕΕΦΑ στη Θεσσαλονίκη. Είχα προτάσεις από ομάδες που ήταν Α’ Εθνική όπως η Ξάνθη, ο Πανιώνιος και άλλες ομάδες που ήταν μακριά από την σχολή. Εγώ ήθελα να την τελειώσω οπότε έπρεπε να είμαι κοντά και ο Ηρακλής ήταν η μοναδική πρόταση που με κάλυπτε.

Ο Ηρακλής τελικά δεν ανέβηκε ποτέ, υπήρξαν οικονομικά προβλήματα και μετά αναγκάζεσαι να συνεχίσεις σε χαμηλότερες κατηγορίες όπως Β’ και Γ’ Εθνική. Άρχισε και η οικονομική κρίση μετά, οπότε άρχισαν τα οικονομικά να μην είναι και τόσο καλά. Τελειώσα την σχολή, πάλεψα να βρω ομάδες αλλά δεν υπήρχε ενδιαφέρον. Στη συνέχεια κατέβηκα πάλι στην Κρήτη που είχα ανοίξει μία καφετέρια για την… τρέξω αλλά και εκεί τα πράγματα δεν πήγαν πολύ καλά, παρότι την πρώτη χρονιά είχε κέρδος. Πήγα στα Χανιά να παίξω αλλά δεν έμεινα για πολύ.

Όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο μου έφευγε και εμένα η… τρέλα γιατί μέναμε απλήρωτοι, υπήρχαν προβλήματα και έτσι ήρθε η διέξοδος του εξωτερικού».

image

«Πάντα να κυνηγάτε τα όνειρά σας και να αγαπάτε όσους έχετε δίπλα σας»

Πώς πήρες την απόφαση να φύγεις;

«Έπρεπε να έρθει αυτή η απόφαση γιατί είχαμε φτάσει σε σημείο με τη γυναίκα μου που ήμασταν 12 χρόνια μαζί, να μην μπορούμε να ζήσουμε στο ίδιο σπίτι. Ήταν δύσκολες καταστάσεις και έκανα δεύτερες σκέψεις για το ποδόσφαιρο και ας ήμουν 27 ετών. Δεν είναι εύκολο, γιατί μπορεί να έχω έναν καλό μισθό αλλά αν δεν με πληρώνουν για 2-3 μήνες, δεν βγαίνει. Έτσι ήρθε η απόφαση, με τη γυναίκα μου να το θέλει περισσότερο και να στέλνει αιτήσεις.

Τελικά, τη δέχτηκαν στην Βουδαπέστη σε μία πολυεθνική εταιρία στο τμήμα των οικονομικών. Είχε όλο το πακέτο για εκεί. Το λέω στον πατέρα μου πως θα φύγω και μου δείχνει τη φάρμα με τα ζώα, τα χωράφια και μου λέει πάρτα όλα δικά σου γιατί με ρώτησε πως, αφού η γυναίκα μου έχει τη δουλειά της εκεί, εγώ τι θα έκανα. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να με κρατήσει εδώ και μου λέει αν βρεις κάτι πήγαινε. Η φάρμα εδώ θα είναι.»

Τι δυσκολίες αντιμετωπίσες στην Ουγγαρία και πώς βρήκες ομάδα;

«Στην αρχή κοίταξα σε γυμναστήρια και τέτοια αλλά δεν έβρισκα τίποτα. Μαζί με αυτό, στην Ουγγαρία δεν μιλάνε καθόλου αγγλικά, οπότε είχα μεγάλο πρόβλημα στη συνενόηση. Στο ποδόσφαιρο, άστο καλύτερα. Υποστηρίζουν πολύ τους Ούγγρους ποδοσφαιριστές και σκέψου πως κάθε ομάδα στην πρώτη κατηγορία δικαιούται να έχει μέχρι πέντε ξένους. Από εκεί και πέρα, σε Β’ και Γ’ Εθνική που είναι επαγγελματικές κατηγορίες, δεν επιτρέπονται ξένοι. Κανένας δεν παίζει και εγώ δεν το ήξερα.

Τελικά πρώτα βρήκα δουλειά σε ένα γραφείο γιατί έψαχναν κάποιον που μιλάει ελληνικά και ήταν η πρώτη μου δουλειά σε γραφείο, όταν ήμουν 28 ετών. Έπρεπε να μιλάω και αγγλικά που είχα μικρό θέμα και με βοήθησε πολύ η γυναίκα μου πάνω στον οικονομικό τομέα. Για ομάδα, κατέληξα τελικά σε μία Δ’ κατηγορίας που ήταν ερασιτεχνική και τα κατάφερα μέσω ενός συμπαίκτη που είχα. Ο αδερφός του ήταν μεγάλο όνομα στη Φερεντσβάρος και μου έδωσε το τηλέφωνό του για να με βοηθήσει.

Εκείνος μού είπε αμέσως να μου βρει Α’ Εθνική αλλά του εξήγησα πως θέλω ως χόμπι να παίξω, όχι να το πάω ακόμα πιο ψηλά. Έτσι με πήγε σε εκείνη την ομάδα και ήταν απλά… μαγικά. Στην ουσία εκεί αγάπησα το ποδόσφαιρο γιατί δεν ήταν η δουλειά μου πλέον και το έβλεπα διαφορετικά. Βρήκα και μία καλύτερη δουλειά και ήταν όλα άψογα».

Αφού στην Ουγγαρία είχατε βρει τον… ρυθμό σας, πώς προέκυψε η μετακόμιση στο Λουξεμβούργο;

«Θέλαμε να κάνουμε το επόμενο βήμα και μού είπε η γυναίκα μου πως έχει βρει μία πολύ καλή δουλειά στο Λουξεμβούργο πάνω στον τομέα της. Αφού το είχαμε κάνει μία φορά, είπαμε να το κάνουμε ξανά. Αλλά ήταν διαφορετικά γιατί είχαμε κάνει φίλους στη Βουδαπέστη και μας βοήθησαν για το Λουξεμβούργο. Ειδικά κάποιοι Έλληνες που έκαναν το ίδιο δρομολόγιο.

Έχω βρει και μία ομάδα εδώ και είναι υπέροχα. Έχουν τρομερές εγκαταστάσεις εδώ και οι άνθρωποι το χαίρονται το ποδόσφαιρο. Απλά το θέμα είναι πως όλοι ασχολούνται με τα οικονομικά και είναι υψηλοί οι μισθοί, με αποτέλεσμα τα χρήματα να μην πηγαίνουν στο ποδόσφαιρο αλλά στις εγκαταστάσεις. Δεν έχει κόσμο στα γήπεδα γιατί είναι μικρή χώρα αλλά το ζουν το άθλημα παρότι δεν είναι υψηλού επιπέδου.

Θυμάμαι πως πέρσι είχαν έρθει δύο παιδιά από τον Ολυμπιακό ως δανεικοί σε μία ομάδα του Λουξεμβούργου. Ήταν ο Βοϊλης και ο Ξενιτίδης, με τους οποίους είχαμε συναντηθεί και με ρωτούσαν για την κατάσταση. Μου έλεγαν πόσο εντύπωση τους είχε κάνει που οι προπονήσεις ήταν μόνο απόγευμα. Οι παίκτες ερχόντουσαν με φόρμες εργασίας, κοστούμι, δηλαδή δεν ήταν επαγγελματίες. Τους είχα εξηγήσει την κατάσταση και είχαν σοκαριστεί γιατί το έβλεπαν πιο επαγγελματικά».

Τέλος, επειδή πέρασες όλο την περίπετεια με την υγεία σου, αν θες να δώσεις ένα μήνυμα στον κόσμο;

«Δεν έχω πολλά να πω πάνω σε αυτό. Η επιστήμη έχει μεγάλη εξέλιξη και το πιο σημαντικό είναι η πρόληψη. Να προλάβεις κάτι αλλά είναι στιγμές που θα έρθουν στη ζωή σου. Εγώ δεν είχα ιστορικό στην οικογένεια πάνω σε αυτό. Αν έρθει κάτι στη ζωή σου είναι το πώς θα το αντιμετωπίσεις. Σε όλα τα θέματα της ζωής. Δουλειά, κατάσταση, υγεία. Πρέπει να τα αντιμετωπίσεις σωστά. Στην αρχή θα πονέσεις και μετά θα τα… ζυγίσεις και θα πας παρακάτω. Υπάρχουν γιατροί, η τεχνολογία και όλα αυτά που μπορούν να βοηθήσουν. Όλα γίνονται όμως και στο λέω εγώ, αρκεί να υπάρχει θέληση. Ότι και να γίνει, η ψυχολογία παίζει τεράστιο ρόλο όπως έπαιξε και σε εμένα. Κλείνοντας αυτό που ήθελα να πω είναι πως σαν συμβουλή, να μην τα παρατάτε ποτέ. Πάντα να κυνηγάτε τα όνειρά σας και να αγαπάτε όσους έχετε δίπλα σας».