Επέτειος: 30 χρόνια από το πρώτο μετάλλιο του Κώστα Γκατσιούδη σε μεγάλη διεθνή διοργάνωση

Η 18η Σεπτεμβρίου στα «Σαν σήμερα» αναφέρεται για άλλους λόγους, όπως η ανακήρυξη της Αθήνας ως πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους τον 1831, η κυκλοφορία του πρώτου φύλλου των New York Times το 1851, η ίδρυση της ΑΕΚ το 1924 ή πιο πρόσφατα, το 2013 η δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Όμως είναι μια σημαδιακή ημέρα για την καριέρα του Κώστα Γκατσιούδη, του κορυφαίου αθλητή που έχει αναδείξει η Θράκη (σύμφωνα και με την ψηφοφορία των αναγνωστών του ThrakiSportS με την αφορμή της συμπλήρωσης ενός αιώνα από την ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό).

Μια μέρα σαν και αυτήν το 1992 στην μακρινή Σεούλ της Νότιας Κορέας ο ακοντιστής από το Διδυμότειχο κατακτούσε το πρώτο του μετάλλιο σε μεγάλη διοργάνωση. Το χρώμα του ήταν χάλκινο και αφορούσε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου Εφήβων που είχε διεξαχθεί τότε στην Σεούλ, λίγο καιρό μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης και τέσσερα χρόνια μετά την διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στη συγκεκριμένη πόλη.

Ο εβρίτης πρωταθλητής που είχε ήδη μεγάλες επιδόσεις στο ενεργητικό του αλλά όχι και κάποιο μετάλλιο σε διεθνή διοργάνωση και ο οποίος εκείνη την περίοδο αναγκαζόταν συχνά να κατεβαίνει από το Διδυμότειχο στην Κομοτηνή για να μπορέσει να προπονηθεί σε πιο υγιείς συνθήκες, έριχνε 75.92 μέτρα με την πρώτη του προσπάθεια, δεν επιδίωκε καμία άλλη λόγω τραυματισμού αλλά κατόρθωνε με αυτήν την μία και μόνη προσπάθεια που επιχείρησε να ανέβει στο βάθρο των νικητών.

Στην δεύτερη προσπάθεια ο Φινλανδός Άκι Παρβιάινεν έριχνε στα 76.34μ και τον προσπερνούσε για να κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο, ενώ ο Γερμανός Μπορις Χενρυ στην τρίτη προσπάθεια σημάδευε στα 76.04 μέτρα και ανέβαινε στο δεύτερο σκαλί του βάθρου, αφήνοντας στο τρίτο τον «άτυχο» λόγω του τραυματισμού του Γκατσιούδη, ο οποίος έβλεπε τους αντιπάλους του να τον προσπερνούν και εκείνος να μην μπορεί καν να αγωνιστεί για να απαντήσει.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γκατσιούδης είχε προκριθεί στον τελικό από τον προκριματικό της προπροηγούμενης ημέρας με επίδοση 76.82μ που σημαίνει ότι αν την είχε επαναλάβει στον τελικό, έστω σε αυτή τη μία βολή που πρόλαβε να ρίξει, θα είχε κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο. Ωστόσο και το χάλκινο ήταν τεράστια επιτυχία και αποτελεί ένα από τα μόλις 17 που έχει κατακτήσει η Ελλάδα στην ιστορία των Παγκοσμίων Πρωταθλημάτων Τζούνιορς.

Μάλιστα αυτά τα μετάλλια μέχρι και δέκα χρόνια πριν ήταν επτα, από την διοργάνωση του 1986 στην Αθήνα αλλά υπήρξε μια εκτόξευση τα τελευταία χρόνια (από τα μετάλλια του Δουβαλίδη το 2006 στο Πεκίνο και των Κατερίνα Στεφανίδη και Βούλα Παπαχρήστου το 2008 στο Μπιντγκοζ της Πολωνίας είχαμε τα τελευταία χρόνια το χάλκινο της Ηλινάνας Κοροσίδου το 2014 στη σφαιροβολία στο Γιουτζίν, τα ασημένια των Μίλτου Τεντόγλου στο μήκος και Κωνσταντίνας Ρωμαίου στο τριπλούν το 2016 πάλι στο Μπίντγκοζ, το χρυσό του Αντώνη Μέρλου στο ύψος και το χάλκινο του Οδυσσέας Μουζενίδη το 2018 στο Τάμπερε της Φινλανδίας, τα ασημένια της Ελίνα Τζένγκο στον ακοντισμό, του Ορέστη Ντουσάκη στην σφυροβολία και το χάλκινο της Ευτυχίας Δεληγιάννη το 2021 στο Ναϊρόμπι της Κένυας και φέτοςς το χρυσό του Γιάννη Κορακίδη στην σφυροβολία και το ασημένιο της Αρετής Φιλιππίδου την δισκοβολία, στο Κάλι της Κολομβίας).

Και επιπλέον, εκείνο το μετάλλιο στην μακρινή Σεούλ το μακρινό 1992 όχι απλά ήταν μια τεράστια επιτυχία για την Ελλάδα και προσωπικά για τον Κώστα Γκατσιούδη, αλλά η αρχή μιας μεγάλης καριέρας που κορυφώθηκε στην συνέχεια με τρία συνεχόμενα μετάλλια σε ισάριθμα Παγκόσμια Πρωταθλήματα Ανδρών αλλά και την έκτη θέση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ και την δέκατη σε εκείνους της Ατλάντα το 1996.

Ακόμα και σήμερα ο Κώστας Γκατσιούδης παραμένει ο κορυφαίος Έλληνας ακοντιστής όλων των εποχών και ένας από τους κορυφαίους δέκα που έχει αναδείξει ποτέ ο πλανήτης, κατέχοντας την έκτη καλύτερη επίδοση όλων των εποχών, που συνιστά και το ακατάρριπτο εδω και 22 χρόνια πανελλήνιο ρεκόρ. Αναμφισβήτητα είναι ένας από τους ζωντανούς θρύλους όχι μόνο του Ελληνικού αλλά και του παγκόσμιου αθλητισμού.