Μηχανοκίνητες Πασχαλιάτικες περιπέτειες στη Μεσσούνη της δεκαετίας του ’60

«Στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα άρχισαν να γεμίζουν οι αυλές των σπιτιών στα χωριά με ποδήλατα, ακολούθησαν τα μοτοποδήλατα (μηχανάκια) στα μέσα της επόμενης δεκαετίας (1960) και τα  αυτοκίνητα στη δεκαετία του εβδομήντα. Έτσι από τον ποδαρόδρομο, το γάιδαρο και το κάρο, σε τρεις δεκαετίες, οι περισσότερες οικογένειες άρχισαν να κυκλοφορούν κρατώντας στα χέρια τιμόνι». 

Ετσι ξεκινά το ενδιαφέρον άρθρο του Τάσου Γιοβανουδη για τις μηχανοκίνητες πασχαλάτικες περιπέτειες στη Μεσσούνη της δεκαετίας του ’60, το οποίο δημοσιεύθηκε στον «Παρατηρητή της Θράκης». Βιωματικό, σε πρώτο πρόσωπο, περιγράφει μιαν άλλη εποχή, άγνωστη ίσως στους πιο πολλούς από εμάς. Αντιγράφουμε:

«Το πρώτο μηχανάκι (μοτοποδήλατο) που θυμάμαι, το κυκλοφόρησαν στη Μεσσούνη το 1964-1965 οι δίδυμοι Νίκος και Τάκης (Γκουντιβικούδια, τα διμάρια).  Ήταν ένα πενηνταράκι μάρκας Florett ή Zuntapp, πιθανόν αυτό που φαίνεται στην όμορφη φωτογραφική στάση του Τάκη Δημάκη με την παρέα του. Κυκλοφορούσαν και οι δύο, ο Τάκης και ο Νίκος, με το ίδιο δίπλωμα οδήγησης, αφού κανείς δεν τους ξεχώριζε, έμοιαζαν σαν δυο στάλες νερού. Με αυτό το μηχανάκι έμαθε να οδηγεί η δικιά μου γενιά στο χωριό.  

Τα παιδιά που μάθαιναν τέχνες και έβγαζαν τα πρώτα μεροκάματα, σύντομα άφησαν στην άκρη το κουραστικά ποδήλατο και εφοδιάστηκαν με μηχανάκια, για την καθημερινή διαδρομή Μεσσούνη-Κομοτηνή-Μεσσούνη. Θα αναρωτηθείτε, δικαιολογημένα βέβαια, Πασχαλιάτικες ημέρες τώρα, πώς θυμήθηκα τα μηχανάκια;

Ήταν λοιπόν δεύτερη μέρα Πάσχα 1966, 11 Απριλίου  και με το Νίκο αποφασίσαμε να κάνουμε ένα μεγάλο κύκλο, Μεσσούνη, Παραδημή, Κρανοβούνια, Παγούρια, Πόρπη και να επιστρέψουμε μέσω Καλλίστης, Παλλάδιο, Καβακλή. Τότε όμως, δεν υπήρχαν οι σημερινοί δρόμοι, ήταν χωματόδρομοι, πουθενά άσφαλτος, γέφυρες και σοβαρή διασύνδεση των χωριών.

Με το λιγοστό μας χαρτζιλίκι φουλάραμε βενζίνη και ξεκινήσαμε κάνοντας για λίγο στάση σε κάθε χωριό, όπου ψάχναμε τους φίλους μας. Για κακή μας τύχη όμως, μετά τα Παγούρια, έπαθε βλάβη το μηχανάκι (έσπασε το πιστόνι) και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του έμπειρου Νίκου, δεν επισκευάσθηκε. Έτσι, κουβαλώντας εναλλάξ τη βαριά σβηστή μηχανή,  μέσα από τα χωράφια, τα μποζαλούκια και τα ρέματα, σα στεριανοί Κολόμβοι, κόβοντας δρόμο, βρήκαμε το δρόμο Ανάκιοΐ-Καβακλή  και φθάσαμε στα σπίτια μας κατάκοποι, όταν νύχτωσε για τα καλά και άναψαν τα φώτα της ΔΕΗ.

Ξεδιψάσαμε, φάγαμε το τσουρέκι και τα σπασμένα κόκκινα αυγά και φύγαμε για τη «Νέα Ζωή» του Ντραγκάν. Η παρέα ήταν ήδη εκεί και  εμείς αργήσαμε. Από το μεγάφωνο του πικάπ, που ήταν κρεμασμένο στην ακακία, ακουγόντουσαν οι ζωηρές πενιές από το «Τσιφτετέλι του Μπουρνέλη».

Γι’ αυτό θυμήθηκα τα μηχανάκια. Πόσες και πόσες σύντομες, κλεφτές βόλτες και επιδείξεις για τα «πρόσωπα», όπου πιστεύαμε ότι υπήρχε πιθανό ενδιαφέρον. Κάθε χρόνο, αυτές οι Απριλιάτικες, Πασχαλινές ημέρες της άνοιξης, μου θυμίζουν αυτή την περιπετειώδη ημέρα, μου θυμίζουν  την αξέχαστη και αλόγιστη νιότη, τόσο τη δική μου όσο και των άλλων συνομηλίκων και παντοτινών μου φίλων.  

Αναρωτιέμαι χαμογελώντας νοσταλγικά, τώρα που καβάλησα την έβδομη δεκαετία: Άραγε θυμάται ο Νίκος την περιπέτειά μας; Το κακό ήταν ότι, απ΄ όπου περάσαμε εκείνη την ημέρα κανένα «πρόσωπο» δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον , όμως είχαμε ελπίδες ακόμη, ίσως είχαμε κάποιες επιτυχίες στα χωριά, που λόγω βλάβης στο πιστόνι της μηχανής, δεν προλάβαμε να επισκεφτούμε».