Η απίστευτη ιστορία πρώην πορτιέρε του Έβρου Σουφλίου την μέρα που έγινε πατέρας στο δρόμο για το νοσοκομείο στην Μοζαμβίκη

Ο πρωην τερματοφύλακας του Εβρου Σουφλίου Γιάννης Γκουτζελάς, και κουμπαρος του Θανου Τοπούζη, μάλιστα, όχι μόνο άλλαξε επάγγελμα, αλλά και ήπειρο μεταναστεύοντας στην Αφρική και στην Μοζαμβίκη!

Αποφάσισε να αποχωρήσει από το ποδόσφαιρο σχετικά νωρίς, στα 26 του χρόνια και ταυτόχρονα να εγκαταλείψει την πατρίδα του, προκειμένου να γίνει τα τελευταία χρόνια μόνιμος κάτοικος Αφρικής.

Ο Λημνιός στην καταγωγή, πρώην πλέον τερματοφύλακας, εξιστορεί, μέσω του mynews.gr, την περιπέτεια της ζωής του στην αχανή ήπειρο και τις μέρες του στο Μαπούτο, την πρωτεύουσα της Μοζαμβίκης (χώρα στην οποία γεννήθηκε ο Πορτογάλος θρύλος του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, Εουσέμπιο).

Η προσαρμογή, οι εμπειρίες, οι εικόνες, αλλά και τα όσα βιώνει τόσο στην περίοδο του κορωνοϊού, αλλά παράλληλα και σε έναν νέο, διαφορετικό ίσως τρόπο ζωής.

Ο 30χρονος, Γιάννης Γκουτζελάς, μεταφέρει ταυτόχρονα και τους πλέον αγχωτικούς μήνες με τη συγκλονιστική ιστορία των όσων έζησε με τον covid, που συνέπεσε με τη γέννηση του γιου του!


– Γιάννη, τα τελευταία πέντε χρόνια είσαι πλέον κάτοικος Αφρικής. Πώς προέκυψε; Πώς πήρες αυτή την… απόφαση ζωής;
«Είμαι όντως στη Μοζαμβίκη και συγκεκριμένα στο Μαπούτο, που είναι η πρωτεύουσα της. Είμαι εδώ από τον Νοέμβριο του 2016. Ο πατέρας μου είχε έρθει έξι μήνες πριν από τον ερχομό μου, ώστε να κάνει έρευνα αγοράς στον κατασκευαστικό τομέα. Μου εξήγησε ότι υπάρχουν ευκαιρίες, αλλά και τη νοοτροπία, η οποία κυριαρχεί, η οποία είναι εντελώς διαφορετική από τη δική μας. Μου εξήγησε τα θετικά και τα αρνητικά. Χωρίς να το σκεφτώ πολύ και βλέποντας ότι στην Ελλάδα η κατάσταση δεν ήταν η καλύτερη για να εξελιχθείς, μπήκα στο αεροπλάνο, άφησα την αρραβωνιαστικιά μου πίσω (σ.σ. τώρα είναι γυναίκα μου και μητέρα του παιδιού μου), έκανα περισσότερες από 15 ώρες ταξίδι και έτσι ήρθα στη Μοζαμβίκη».

– Ποδόσφαιρο τέλος, έτσι…; Γιατί;
«Ερχόμενος εδώ και έχοντας το μικρόβιο του ποδοσφαίρου, μέσα μου, άρχισα να κάνω παράλληλα προπονήσεις με τη Ferroviário de Maputo. Είναι μία από τις μεγαλύτερες ομάδες της Μοζαμβίκης. Ο πρόεδρος της ομάδας, όπως και οι προπονητής “τρελάθηκαν” με το επίπεδο μου, σε σχέση με το δικό τους. Για να καταλάβει κανείς τι εννοώ, θα πρέπει να σας πω ότι έδινα συμβουλές στον προπονητή τερματοφυλάκων, δείχνοντας του, τη σωστή τεχνική. Ωστόσο, δυστυχώς, ο πρόεδρος μου είπε ότι η ομάδα δεν έχει λεφτά να με πληρώσει. Κι έτσι, δεν ξέρω… μάλλον και κουρασμένος απ’ όλα αυτά, που είχα περάσει στα χρόνια, με τα οποία ασχολήθηκα με το ποδόσφαιρο (ξέρουν πολύ καλά οι κοντινοί μου άνθρωποι), είπα ΤΕΛΟΣ. Και έτσι έγινε».

– Κουρασμένος, γιατί; Τί έγινε και σε… έκανε να σταματήσεις;
«Κουράστηκα ποδοσφαιρικά, γιατί δεν υπάρχει σταθερότητα στις ομάδες. Δεν μπορείς να οργανώσεις τη ζωή σου. Πάει καλά η ομάδα; Πληρώνουν. Δεν πάει; Αρχίζουν τα προβλήματα. Το ποδόσφαιρο πέρα από την τρέλα μας, είναι και επάγγελμα. Ζουν οικογένειες. Αμα, ένα επάγγελμα δεν σου αποδίδει αυτά, που περιμένεις και κρίνεις ότι και μελλοντικά δεν βλέπεις φως στο τούνελ, τι κάνεις;
Εγώ έκρινα να σταματήσω. Και… όσο περνούν τα χρόνια, μάλλον δικαιώνομαι».

«Οι πιο αγχωτικοί μήνες της ζωής μου»
– Ποια ιστορία δεν θα ξεχάσεις ποτέ και θα ήθελες να μοιραστείς;
«Τα ξημερώματα, της μέρας, που γεννήθηκε ο γιος μου είχα αρχίσει να μην αισθάνομαι καλά. Σηκώθηκα μέσα στον ύπνο μου και έτρεμα ολόκληρος. Δεν μπορούσα να ηρεμήσω. Εβαλα θερμόμετρο και μου έδειξε 39.6. Σκέφτομαι έχει γούστο να… Μα, προσέχω πολύ. Μάσκα, αντισηπτικό, παντού, συνέχεια. Φώναξα, να μου κάνουν κατ’ οίκον τεστ. Μετά από κάποια ώρα, «έσπασαν τα νερά της γυναίκας μου». Σαστισμένος και ξεχνώντας τον πυρετό μου, έτρεξα να πάρω τη βαλίτσα και τα απαραίτητα, ώστε να πάμε γρήγορα στην κλινική, όπου και θα γεννούσε. Οδηγώντας με παίρνουν τηλέφωνο. Ημουν θετικός, ενώ η γυναίκα μου ήταν αρνητική. Επαθα σοκ, όχι τόσο για μένα, αλλά για το παιδί περισσότερο. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Η γέννα πήγε καλά. Υγιέστατο αγοράκι! Εγώ σ’ ένα δωμάτιο, στο σπίτι, απομονωμένος με μάσκα. Μετά, έρχεται και η γυναίκα μου με τον μικρό. Μετά από δύο μέρες θετική και αυτή. Μεγάλο άγχος! Ηταν από τους πιο αγχωτικούς μήνες της ζωής μου! Δόξα τον Θεό, όμως, όλα πήγαν καλά… Εχουμε πιάσει τους έξι μήνες και προχωράμε».


– Με τι ασχολείσαι πλέον;
«Μετά την απόφαση μου να σταματήσω οριστικά με το ποδόσφαιρο, αποφάσισα να ακολουθήσω τον πατέρα μου, στον κατασκευαστικό τομέα. Ετσι, ιδρύσαμε την κατασκευαστική εταιρεία «Lemnos Constructions», η οποία πήρε το όνομα από το νησί, που προέρχομαι, τη Λήμνο! Εμαθα μέσα σε τρεις μήνες, πορτογαλικά, τη γλώσσα επικοινωνίας και έπιασα απευθείας το επικοινωνιακό κομμάτι. Τα πρώτα δύο χρόνια ήταν όντως δύσκολα, γιατί εδώ έχεις συν τοις άλλοις να αντιμετωπίσεις εταιρίες κολοσσούς. Δόξα τον Θεό, όμως, μετά από πολύ τρέξιμο και ποιοτική δουλειά, βέβαια, καταφέραμε και “μπήκαμε στο παιχνίδι”».

– Ποιο είναι ακριβώς το αντικείμενο της εταιρείας;
«Αυτή τη στιγμή, η εταιρεία έχει περίπου στα 50 άτομα προσωπικό. Ασχολούμαστε με την κατασκευή σπιτιών, όπως και εμπορικών καταστημάτων. Από τα θεμέλια μέχρι την σκεπή. Ανακαινίσεις, μονώσεις, πισίνες, χωματουργικά. Ο,τι μπορεί να σκεφτεί κανείς στο κατασκευαστικό κομμάτι. Η γκάμα των υπηρεσιών, που προσφέρουμε είναι πολύ μεγάλη και γι’ αυτό τον λόγο είναι δύσκολο να υπάρξει χρόνος για ξεκούραση. Και φυσικά, όπως είπα, παίζει σημαντικό ρόλο η τιμή και η ποιότητα του αποτελέσματος. Δόξα τον Θεό σε αυτό το κομμάτι, δάσκαλος ήταν και είναι ο πατέρας μου. Φυσικά, παίζει ρόλο και το επικοινωνιακό κομμάτι. Αν δεν ξέρεις πως να τραβήξεις το ενδιαφέρον του πελάτη, ποτέ δεν θα μπορέσεις να του δείξεις ποιος είσαι. Εύκολο δεν ήταν, αλλά όποιος βάζει στόχους στη ζωή του και δεν φοβάται την απόρριψη, στο τέλος βγαίνει κερδισμένος».


– Γιάννη, πώς είναι εκεί η ζωή;
«Τώρα, που μιλάμε, εδώ έχουμε καλοκαίρι. Οι εποχές είναι ανάποδα απ’ ότι στην Ελλάδα. Εχει πολύ υγρασία και η θερμοκρασία μπορεί να φτάσει κάποιες φορές 45-50 βαθμούς κάτω από τον Ηλιο. Το καλό είναι ότι συνήθως μετά από τέτοια ζεστή μέρα, το σούρουπο ρίχνει δυνατή βροχή (ημιτροπικό κλίμα) και δροσίζει για λίγο. Τον χειμώνα, η χαμηλότερη θερμοκρασία, που έχω νιώσει ήταν στους 9 βαθμούς. Για να φανταστείτε τις διαφορές, όλοι τους γυρνούσαν έξω με σκούφια και με γάντια. Ετσι κάνουν και με τους 15 βαθμούς, που για εδώ, είναι μία νορμάλ χειμερινή θερμοκρασία. Για να διασκεδάσεις δεν έχει πολλές επιλογές. Τα περισσότερα είναι καφέ μπαρ, αλλά και εστιατόρια. Ωστόσο, στις 9-10 το βράδυ τα πάντα είναι κλειστά! Τα πάντα… Μόνο κάποια φαρμακεία είναι ανοιχτά! Ετσι, αναγκάζεσαι να κοιμηθείς από νωρίς και να ξυπνήσεις το πρωί, ώστε να πας στη δουλειά σου. Εχει μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ (νοτιοαφρικανικής προέλευσης) για να αγοράσεις οτιδήποτε κι αν χρειαστείς. Εχουμε και τις “παράγκες”, τα οποία είναι σταντ στον δρόμο, περισσότερο σαν τοπικές αγορές.

Εκτός από τους ντόπιους, έχει και πολλούς Πορτογάλους (ήταν πορτογαλική αποικία), όπως επίσης και αρκετούς Κινέζους, Ινδούς, Πακιστανούς, Λιβανέζους και Αιγύπτιους κ.α.».

– Πως κυλά η μέρα;
«Θα μιλήσω για μένα. Ξυπνάω το πρωί κατά τις 5.30. Κάνω λίγο γυμναστική στο σπίτι. Και 6.30 είμαι ήδη στη δουλειά. Αμα, τρέχουν παραπάνω από ένα πρότζεκτ την ίδια εποχή, π.χ. όπως τώρα, χωριζόμαστε με τον πατέρα μου. Κατά τη διάρκεια της μέρας, έχω γενικά αρκετές συναντήσεις με μελλοντικούς πελάτης και μη. Οπότε στην καλύτερη να γυρίσω κατά τις 5-6 το απόγευμα και στη χειρότερη 9-10 το βράδυ. Οταν γυρνάω νωρίς προσπαθώ να περνάω χρόνο με την οικογένεια μου στο σπίτι ή πηγαίνοντας μια βόλτα έξω. Τις Κυριακές, συνήθως, προσπαθώ να μην προγραμματίζω τίποτα, ώστε να περνάω όλη την μέρα με την οικογένεια».


– Σαφώς πέρασαν χρόνια, από τότε που πήγες. Πώς ήταν η προσαρμογή;
«Γενικά, είμαι άνθρωπος, που προσαρμόζομαι πολύ εύκολα σε νέες καταστάσεις. Επίσης, μου αρέσει να μαθαίνω νέα πράγματα, να γνωρίζω ανθρώπους, οπότε δεν μου φάνηκε ιδιαιτέρως δύσκολο να προσαρμοστώ σε ακόμη μία νέα κατάσταση».

– Ποια ήταν η μεγαλύτερη «πρόκληση» για την προσαρμογή σου;
«Το μόνο «εμπόδιο» αρχικά ήταν η γλώσσα επικοινωνίας, την οποία και έμαθα μόνος μου. Μέσα σε τρεις μήνες, μιλούσα άπταιστα πορτογαλικά. Εντάξει, έπαιξε ρόλο επίσης και το γεγονός ότι ήμουν με τον πατέρα μου μαζί. Μεγάλη υπόθεση. Οπως προανέφερα, το δύσκολο της όλης υπόθεσης ήταν να μπεις στα… πράγματα. Ζητούμενο είναι να κάνεις επαγγελματικούς φίλους και ταυτόχρονα να καταφέρεις, να τους πείσεις, ότι είσαι καλύτερος από τους άλλους, τόσο σε ποιότητα, όσο και σε τιμή».


– Τι προβλήματα αντιμετώπισες;
«Το πρόβλημα, που αντιμετώπισα και μου έδωσε κίνητρο να μάθω τη γλώσσα όσο πιο γρήγορα μπορώ, ήταν η «κλεψιά». Οταν στείλεις έναν ντόπιο να αγοράσει κάτι από την μαύρη αγορά, κάτι πολύ σύνηθες εδώ, δεν υπάρχει περίπτωση να μην αυξήσει την πραγματική τιμή του προϊόντος, ώστε να βάλει κάποια λεφτά στην τσέπη του. Οταν πας εσύ ο ίδιος να διαπραγματευτείς την τιμή, αντί για 10, θα σε πουν 100, γιατί ξέρουν ότι είσαι λευκός, άρα έχεις λεφτά. Εκτός κι αν ξέρεις πάνω κάτω την τιμή, οπότε δεν υπάρχει χώρος για τέτοια».

– Λέγεται, ότι υπάρχει ο φόβος της εγκληματικότητας σε χώρες της Αφρικής. Ισχύει τελικά κάτι τέτοιο;
«Εδώ και αρκετά χρόνια, το μεγαλύτερο πρόβλημα από άποψη εγκληματικότητας είναι οι απαγωγές. Ομάδες ατόμων στοχεύουν πλούσιες οικογένειες και με κινηματογραφικό τρόπο, τους ακινητοποιούν με όπλα, τους βάζουν στα αμάξια τους και εξαφανίζονται. Μετά από κάποιο καιρό, εμφανίζονται ζητώντας λύτρα από τους οικείους τους. Τις περισσότερες φορές πληρώνουν τα λύτρα και τους απελευθερώνουν και λίγες είναι οι φορές, που οι δράστες πιάνονται. Μικροκλοπές υπάρχουν. Μπαταρίες αυτοκινήτων, καθρέφτες, κινητά τηλέφωνα, τσάντες, αλλά σε συγκεκριμένες περιοχές αυτά.

– Γιάννη, παρακολουθείς τα γεγονότα στην Ελλάδα; Εχεις επαφές; Μιλάς με κανέναν;
«Περισσότερο παρακολουθώ τα νέα, μέσα από το Facebook. Πολλά άρθρα, τα οποία είναι στενάχωρα, τα προσπερνάω. Πιο πολύ δίνω βάση στα αθλητικά, βλέπεις το μικρόβιο… Η μητέρα μου, όπως και τα αδέρφια μου, είναι στην Ελλάδα. Ωστόσο, μιλάμε σχεδόν κάθε μέρα.

– Σου λείπει καθόλου η πατρίδα;
«Εχω να έρθω στην Ελλάδα τέσσερα χρόνια! Για να πω την αλήθεια, μου λείπουν οι άνθρωποι μου περισσότερο και έπειτα το νησί μου, η Λήμνος, όπως και η Θεσσαλονίκη»!


– Πώς είναι εκεί η κατάσταση με τον κορωνοϊό;
«Αυτή τη στιγμή, που μιλάμε, έχουμε περίπου 5.000 κρούσματα και κάποιους θανάτους. Φανταστείτε, ότι δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα (έλλειψη νοσοκομείων), αλλά και τη διαπαιδαγώγηση για να κάνουν τεστ, όταν νιώσουν αδιαθεσία. Οπότε, είναι 100% βέβαιο, ότι τα κρούσματα είναι πολύ περισσότερα! Εξάλλου, η Μοζαμβίκη δεν είναι μικρή. Εχει 29.000.000 πληθυσμό”».

– Τι μέτρα υπάρχουν;
«Η μάσκα σε όλους τους εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους είναι υποχρεωτική. Εκτός από τους χώρους εστίασης. Υπάρχει απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 10 το βράδυ. Επίσης, οι επισκέψεις σε νοσοκομεία και σε κηδείες με θύματα του covid είναι περιορισμένες. Γενικά, όμως, εκτός από τη μάσκα, δεν υπάρχουν αυστηρά μέτρα. Η ζωή και η οικονομία κυλούν κανονικά».

– Τι χρειάζεται κάποιος για να έρθει εκεί πλέον;
«Μία βαλίτσα, ένα εισιτήριο, βίζα και… “άντερα”. Τώρα, όσον αφορά τον covid η τελευταία ενημέρωση, που έχω, είναι ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αν όχι όλες, είχαν απαγόρευση πτήσεων από και προς τη Μοζαμβίκη».


– Πως σε αντιμετώπισαν αρχικά;
«Οι Μοζαμβικανοί είναι από τους πιο φιλόξενους λαούς της Αφρικής. Πολύ φιλικοί και ευγενικοί. Δεν αντιμετώπισα κανένα απολύτως πρόβλημα».

– Πήγες στην προ covid εποχή. Πώς είναι τώρα; Τι έχει αλλάξει;
«Για να πω την αλήθεια, η χώρα εκτός από κάποιους μήνες “παγώματος”, οπότε και διατήρησε κλειστά τα σύνορα της εκείνη την εποχή, έχει αρχίσει να είναι σε καλύτερη οικονομική κατάσταση απ’ όταν πρωτοήρθα. Επίσης, έπαιξε ρόλο το ότι ουσιαστικά ποτέ δεν είχαμε καθολικό lockdown, σημαντικό για την οικονομία μιας χώρας. Το μόνο μέτρο είναι η χρήση της μάσκας. Εξακολουθεί να υφίσταται».

– Υπάρχουν Ελληνες; Υπάρχει ελληνική κοινότητα;
«Δυστυχώς, εδώ έχει πλέον ελάχιστους Ελληνες. Πολλοί έφυγαν το ’75, μετά την ανεξαρτησία της χώρας από την πορτογαλική αποικία. Αλλοι πέθαναν. Υπάρχει ένα επίτιμο προξενείο, το οποίο δυστυχώς δεν έχει δικαίωμα για ανανέωση διαβατηρίου, οπότε ή πρέπει να πας στην Πρετόρια, στη Νότια Αφρική δηλαδή ή στην Ελλάδα».

– Είναι μεγάλες οι διαφορές με την Ελλάδα και κατ’ επέκταση με την Ευρώπη; Υπάρχουν ομοιότητες;
«Ειλικρινά, δεν μπορώ να σκεφτώ ομοιότητες με την Ευρώπη. Είναι άλλος «κόσμος εδώ. Από πολλές απόψεις».

– Θα συμβούλευες κάποιον φίλο σου να έρθει στη Μοζαμβίκη;
«Θα τον συμβούλευα να έρθει πρωτίστως και να κάνει διακοπές και να του εξηγήσω τα θετικά και τα αρνητικά. Και να τα… δει με τα μάτια του».

– Ποια στιγμή θέλεις να μη τη σκέφτεσαι καθόλου;
«Η περίοδος εκείνη, μέχρι να σιγουρευτούμε ότι το παιδί ήταν μία χαρά. Αλλωστε, όταν πρωτοέφυγα από το νησί, στα 15 μου και πήγα στη Θεσσαλονίκη για να υπογράψω στο Ηρακλή, θυμάμαι ότι οι γονείς μου, με έπαιρναν συχνά τηλέφωνο για να δουν τι κάνω. Και εγώ νευρίαζα, γιατί μου φαινόταν ενοχλητικό. Πάντα μου έλεγαν “Θα κάνεις παιδιά και θα μας θυμηθείς, τι άγχος θα έχεις”. Τους θυμήθηκα και με το παραπάνω, όταν φοβήθηκα για τη ζωή του νεογέννητου παιδιού μου. Δόξα τον Θεό, όμως, όλα πήγαν κατ’ ευχή»!

– Τι τίτλο θα έβαζες σε όλη αυτή την ιστορία; Πώς θα την περιέγραφες;
«Εχω έναν φίλο ΕλληνοΒούλγαρο, ο οποίος μιλά ελληνικά, αφού μεγάλωσε στην Ελλάδα, ο οποίος ήρθε εδώ λίγο πιο μετά από μένα και αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Αποθήκευσε το αριθμό μου, σαν Γιάννης Γκουτζελάς, τερματοφύλακας και εγώ σαν Ηλίας Μοζαμβίκη. Απ’ όταν άρχισε και ρόλαρε η δουλειά, κάθε φορά, που μιλάμε στο τηλέφωνο, λέω χαριτολογώντας: Ηλίας Μοζαμβίκη… κι αυτός απαντά… «Γιάννης Γκουτζελάς, πρώην τερματοφύλακας και νυν εργολάβος».

*** Ο Γιάννης Γκουτζελάς ως ποδοσφαιριστής άρχισε το ποδόσφαιρο από τις ακαδημίες του Ηρακλή στη Θεσσαλονίκη και τη σεζόν 2010-2011 ήταν επαγγελματίας στη Super League. Ακολούθησαν οι Μανδραϊκός, Μακεδονικός, Διγενής Λακκώματος, Εβρος Σουφλίου, Πιερικός, Εθνικός Γαζώρου και Επισκοπή.

Θυμηθείτε παρακατω την συνέντευξη που έιχε δώσει από την Μοζαμβίκη στο ThrakiSportS o Γιάννης Γκουτζέλας στην αρχή της πανδημίας.