Αποκαλύψεις από τον πρώην του ΑΟΞ που θα τεθεί αντίπαλός του στη Ρόδο: «Με κούρασαν οι δανεισμοί, δεν με ήθελε ο Κεχαγιάς»

Οταν το 2008 άφηνε τη Βραζιλία, για να έρθει να παίξει μπάλα στην Ελλάδα και την Ξάνθη, ούτε που περνούσε από τα μυαλό σε ποιο βαθμό εκείνη η απόφασή του θα τον σημάδευε ώστε να αλάξει η ζωή του και τελικά να γίνει μόνιμος κάτοικος της χώρας μας.

Ο λόγος για τον Ντορίβα Ντοριβάλ, τον οποίο θα βρει ως αντίπαλο ο ΑΟΞ την Τετάρτη στο Δημοτικό Στάδιο της Ρόδου. Πριν σχεδόν 13 χρόνια άφηνε την οικογένειά του, για χάρη της δουλειάς και το 2021 τον βρίσκει να δουλεύει στην Ελλάδα, έχοντας δίπλα του μία δεύτερη οικογένεια.

Ο 33χρονος Ντορίβα Ντοριβάλ ξετύλιξε ιστορίες ψυχής μέσω του Metrosport «και δεν χρειάστηκε παρά λίγα λεπτά, για να καταλάβουμε ότι οι ανθρώπινες αξίες αποτελούν το επίκεντρο των αποφάσεών του», σχολιάζει η εφημερίδα της Θεσσαλονίκης.

Ψάχνοντας διέξοδο διαφυγής από την ίδια του την πατρίδα, ο Ντορίβα αναζήτησε τον ποδοσφαιρικό του… επαναπατρισμό, μετά την τριετία σε Ξάνθη, Θρασύβουλο και Αναγέννηση Καρδίτσας. Ο τέταρτος σταθμός του στην Ελλάδα είναι η Ρόδος, για χάρη του Διαγόρα, με τη φανέλα του οποίου πραγματοποιεί εκπληκτικές εμφανίσεις. Και με τον οποίο την Τετάρτη θα βρεθεί αντιμέτωπος με την ομάδα που τον έφερε στη χώρα.

Γιατί όμως ένας Βραζιλιάνος άφησε τη χώρα του, για να παίξει μπάλα (με καθυστέρηση μηνών) στη Super League 2; Ο Ντιρίβα Ντοριβάλ απαντά: «Αγωνιζόμουν στη Σάο Μπέντο, στη Β’ κατηγορία, έως τη στιγμή που η Βραζιλία γνώρισε τον κορωνοϊό. Η ομάδα αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και σκεφτόμουν να φύγω. Ο βασικός λόγος, όμως, ήταν άλλος. Ξαφνικά, έχασε τη ζωή του ο κουνιάδος μου, ο αδερφός της συζύγου μου, κι έτσι έπρεπε να έρθουμε στην Ελλάδα, γιατί θέλαμε να βρεθούμε δίπλα την πεθερά μου, η οποία έμεινε κυριολεκτικά μόνη της. Και κάπως έτσι γυρίσαμε στην Ελλάδα, την οποία έχω στην καρδιά μου. Πάνω απ’ όλα είμαστε άνθρωποι…».

Ο Ντορίβα είναι παντρεμένος με Ελληνίδα και έχουν αποκτήσει δύο παιδιά. Ενα γεννήθηκε στην Ελλάδα και ένα στη Βραζιλία. Αναπόφευκτα, λοιπόν, η οικογένεια ακολούθησε το πεπρωμένο της, έστω κι αν αιτία στάθηκε οικογενειακή απώλεια.

Οι 20 συμμετοχές του με την Ξάνθη, δεν αποδείχθηκαν αρκετές, ώστε να τιμήσει το τριετές συμβόλαιο, που είχε υπογράψει. Ακολούθησαν δύο δανεισμοί, οι οποίοι τον κούρασαν και τον απογοήτευσαν.

«Ο τότε προπονητής μου, ο Νίκος Κεχαγιάς δεν με ήθελε στην ομάδα, γι’ αυτό και πήγα στον Θρασύβουλο. Δεν μου άρεσε η κατάσταση αυτή, αλλά έκανα υπομονή. Γύρισα, μετά τον δανεισμό μου, αλλά στην ομάδα γύρισε και ο Κεχαγιάς, ο οποίος παρέμεινε αρνητικός κι έτσι πήγα στην Αναγέννηση Καρδίτσας. Δεν άντεξα να μείνω στην Ελλάδα και έφυγα στη Βραζιλία. Εφυγα, όχι μόνο από την Ξάνθη αλλά και γενικά από την Ελλάδα γιατί δεν άντεχα τους δανεισμούς».

Η συνέχεια στην καριέρα του περιελάμβανε μεγάλες δόσεις περιπλάνησης σε διάφορες ομάδες της “χώρας του καφέ” με κορυφαία όλων τη Φιγκεϊρένσε. Το 2015 δοκίμασε την εμπειρία της Ιαπωνίας. «Πήγα στη δεύτερη κατηγορία της Ιαπωνίας, ωστόσο τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Τραυματίστηκα και γύρισα στη χώρα μου, γιατί ο πατέρας μου έπασχε από κατάθλιψη».

Ο Ντορίβα δεν το έβαλε κάτω και συνέχιζε να παίζει ποδόσφαιρο, βρισκόμενος κοντά στην οικογένειά του. Ο ίδιος περίμενε πώς και πώς τα περσινά του γενέθλια, προκειμένου να τα γιορτάσει με τους δικούς του ανθρώπους, ωστόσο δέχθηκε ένα ακόμη χτύπημα. Βαρύ χτύπημα…

«Εννιά χρόνια είχα να γιορτάσω δίπλα στους γονείς μου και νόμιζα πως τα κατάφερα. Ετσι, νόμιζα. Ανήμερα των γενεθλίων μου έχασα τη μητέρα μου. Ακόμη δεν κατάλαβα, γιατί και πώς. Πήγαμε στο νοσοκομείο, για να την παραλάβουμε, μετά από πρόβλημα υγείας και εκεί μας ανακοίνωσαν ότι δεν ζει. Ηταν η χειρότερη ημέρα της ζωής μου».

Ο Ντορίβα άφησε πίσω του πολλά, ξεπερνώντας ακόμη περισσότερα, προκειμένου να σταθεί στα πόδια του και να συνεχίσει να τρέχει στα γήπεδα. Ο Διαγόρας τού έδωσε την ευκαιρία και ο ίδιος αισθάνεται ευγνωμοσύνη. «Είμαι σε ομάδα, η οποία με χρειάζεται και θέλω να τη βοηθήσω, για να έχει καλή πορεία στο Πρωτάθλημα. Ο προπονητής είναι ο Σάκης Θεοδοσιάδης με τον οποίο υπήρξα συμπαίκτης στην Καρδίτσα. Δεν τον ήξερα ως προπονητή, αλλά είναι καλός άνθρωπος. Είναι καλός ψυχολόγος και τεχνικός. Ξέρει πότε να σου χαϊδέψει τ’ αυτιά και πότε να είναι αυστηρός. Δεν έχει πονηριά μέσα του, γι’ αυτό θέλω να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Νιώθω την αγάπη όλων στην ομάδα. Είμαι στην αγκαλιά των ανθρώπων του Διαγόρα. Ηθελα να νιώσω ξανά ποδοσφαιριστής και σημαντικός».

Στη συγκεκριμένη φάση της καριέρας του, ο Ντορίβα είναι καλά στη Ρόδο. Και το εννοεί. «Μένω στο ξενοδοχείο του προέδρου και είμαι ο μοναδικός ποδοσφαιριστής, που έχει δύο δωμάτια. Στο ένα ζει η οικογένειά μου και στο άλλο, η μητέρα της συζύγου μου. Η ομάδα μού έδωσε και αυτοκίνητο, αν και στο συμβόλαιο δεν το γράφει πουθενά».

Η ζωή στη Ρόδo κυλά όμορφα για την οικογένεια του. Ο 33χρονος μέσος έχει το μυαλό του στο ποδόσφαιρο, τον Διαγόρα αλλά και το μέλλον του. Παρά την ηλικία του, υποστηρίζει ότι έχει μπροστά του τουλάχιστον τρία χρόνια.

«Για μένα είναι όλα περίεργα φέτος. Στα γήπεδα δεν υπάρχει κόσμος, ενώ στη Super League 2 βλέπεις λίγους ξένους, που το θεωρώ θετικό στοιχείο. Κάποιες ομάδες έχουν μόνο Έλληνες κι έτσι διατηρείται η ταυτότητα της χώρας. Εχουμε δώσει επτά παιχνίδια κόντρα σε οργανωμένους αντιπάλους. Ο Διαγόρας είναι απλή ομάδα. Δεν έχουμε πίεση να πάρουμε το πρωτάθλημα ή να μπούμε στα play off, αλλά ξεκινήσαμε καλά. Είμαστε αήττητοι, γεγονός που μας δίνει ώθηση να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε. Στη Ρόδο περνάμε όμορφα, συγκεντρωνόμαστε στο ποδόσφαιρο και αποφεύγουμε ακραίες συμπεριφορές. Στα 33 μου θέλω ηρεμία. Δεν μου αρέσει να ξέρω ότι μπορεί κάποιοι να μας σπάσουν τα αυτοκίνητα ή να μας παίρνουν τηλέφωνο σπίτι, επειδή χάσαμε ένα παιχνίδι».

Ο Ντορίβα δεν κάνει πλάνα για το μέλλον. Το περιβάλλον εργασίας και διαβίωσης είναι καταλυτικοί παράγοντες για εκείνον. Με απλά λόγια, θα παίξει εκεί όπου θα εισπράξει αγάπη, σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη κι αν χρειαστεί να μετακομίσει. «Στη φάση που βρίσκομαι δεν έχω παράπονο. Θα ήθελα να μείνω στην Ελλάδα για ένα-δύο χρόνια, αλλά θα φύγω, αν δεν τα καταφέρω. Οπου νιώθω αγάπη, εκεί μένω. Οπου κι αν πάω, έχω δίπλα την οικογένειά μου. Θέλω να κοιτάζω ψηλότερα και παίζει, για να πάω καλύτερα στο μέλλον. Αν υπάρχει δυνατότητα να παίξω στην Α’ εθνική, θα την αρπάξω από τα μαλλιά. Εχω δημιουργήσει καλό όνομα εδώ. Είμαι καλό παιδί και δεν έκανα βλακείες, όπου κι αν έπαιξα. Επίσης, μιλώ ελληνικά, αγγλικά, ισπανικά και, βέβαια, πορτογαλικά, άρα δεν χρειάζεται μια ομάδα να προσλάβει μεταφραστή για χάρη μου».

Στο κλείσιμο της πολύ ενδιαφέρουσας συνέντευξής του στο MetroSport, γίνεται η συνήθης ερώτηση. Στη σύγκριση του ποδοσφαίρου μεταξύ Ελλάδας και Βραζιλίας ποιος… κερδίζει; Καθόλου συνηθισμένη η απάντηση ωστόσο που ακούγεταθ από τα χείλη του Ντορίβα. «Ενα πράγμα δεν μου αρέσει εδώ. Οι περισσότεροι παίκτες θέλουν να κερδίσουν στα λόγια. Χάνουν τη συγκέντρωση, συζητώντας και γκρινιάζοντας».