Από αντίπαλος του ΑΟΞ 30 χρόνια πριν, γείτονας του νέου πλανητάρχη Τζο Μπάιντεν

Μια μορφή των ελληνικών γηπέδων τη δεκαετία του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90 που βρέθηκε ουκ ολίγες φορές και στην Θράκη ως αντίπαλος της Ξάνθης στο γήπεδο του ΑΟΞ τυγχάνει όχι απλά να γνωρίζει τον νέο πλανητάρχη Τζο Μπάιντεν αλλά να είναι και… γείτονες στην Αμερική.

Ο λόγος για τον παλαίμαχο διεθνή ποδοσφαιριστής του Άρη, της Παναχαϊκής και της Νάουσας, ο οποίος ως εκπαιδευτικός στην Αμερική, είχε τον Μάρτιο του 2019 την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον Τζο Μπάιντεν σε ένα καφέ της περιοχής που κατοικούσε: «Ήμουν γείτονας με τον Μπάιντεν. Το σπίτι μου από το σπίτι του Μπάιντεν είχαν απόσταση 800 μέτρα. Μια μέρα με έναν φίλο μου ήμασταν σε ένα κατάστημα γνωστής αλυσίδας καφέ όταν μπήκε ένας κύριος με τη σύζυγο του. Ο φίλος μου μου είπε ότι είναι ο Μπάιντεν. 
Δεν ήταν εύκολο να το πιστέψω γιατί ήταν χωρίς συνοδεία και περίμενε στη σειρά να πάρει τον καφέ του. Τον πλησίασα και του είπα ότι είμαστε Έλληνες δάσκαλοι. Ο Μπάιντεν με αγκάλιασε και μου είπε “αγαπώ την Ελλάδα, αγαπώ τους Έλληνες και λέγομαι Μπαϊντενόπουλος”.
Σε δέκα λεπτά είχε μάθει τα πάντα για εμάς και χάρηκε όταν έμαθε ότι είμαστε γείτονες. Του ζητήσαμε να βγούμε φωτογραφία και με χαρά δέχθηκε λέγοντας μας  “όχι μία, όσες θέλετε”.  Γνωρίσαμε έναν απλό άνθρωπο με χιούμορ που το διατηρεί αν και είχε δύσκολες καταστάσεις στη ζωή του».

Ο Λεωνίδας Βόσδου τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα τα έκανε στον Μέγα Αλέξανδρο της Φλώρινας, ομάδα της γενέτειράς του. Σε ηλικία 21 χρονών έκανε το μεγάλο άλμα παίρνοντας μεταγραφή στον Αρη Θεσσαλονίκης, στον οποίον αγωνίστηκε για μια εξαετία. Από του κίτρινους όπου ήταν βασικός στη θέση πάντα του κεντρικού αμυντικού το 1987 μετακινείται στην Παναχαϊκή για μια τετραετία, δύο στην Α’ και δύο στην Β’ Εθνική. Μάλιστα τότε έπαιξε ως αντίπαλος της Ξάνθης τόσο την χρονιά 1988-1989 της ανόδου του ΑΟΞ στην Α’ Εθνική όσο και μετά, την σεζόν 1990-1991, στην μεγάλη πλέον κατηγορία (η Παναχαϊκή ανέβηκε ξανά στην Α’ Εθνική την επόμενη σεζόν από εκείνη που ανέβηκε η Ξάνθη). Το φινάλε τον βρήκε στην Νάουσα με την οποία κέρδισε την άνοδο στη μεγάλη κατηγορία στην χρυσή εποχή της ομάδας της Ημαθίας και αγωνίστηκε μαζί της στην Α’ Εθνική, ερχόμενος πάλι ως αντίπαλος στην Ξάνθη. Με τον υποβιβασμό όμως της Νάουσας,, κρέμασε οριστικά τα παπούτσια του ολοκληρώνοντας μια καριέρα 15 χρόνων σε επαγγελματικές κατηγορίες στην οποία τα κύρια χαρακτηριστικά ήταν η σταθερή του απόδοση, η άψογη συμπεριφορά, η επαγγελματική συνέπεια και το ήθος. 

Για έναν χρόνο, χωρίς να χάσει την οργανική του θέση, υπηρέτησε ως γυμναστής σε δημόσιο σχολείο στην Αμερική, σε παιδιά μέχρι τετάρτης δημοτικού και μάλιστα παιδιά που είχαν κάποια προβλήματα. «Η εμπειρία ομολογώ αν κανείς προσθέσει και τους κινδύνους που υπάρχουν στα σχολεία της χώρας θα έλεγα ότι ήταν ξεχωριστή. Βέβαια σε πολλά θέματα που αφορούν το ποδόσφαιρο είναι πίσω και θα χρειαστεί προσπάθεια και χρόνος για να βελτιώσουν τις αδυναμίες τους. Ένα κορίτσι από την Κίνα ήταν η καλύτερη μεταξύ των παιδιών που είχα την επίβλεψη τους», είχε πει σε πρόσφατη συνέντευξή του. Στο διάστημα αυτό γνώρισε και τον Μπάιντεν. Πλέον έχει επιστρέψει στο σχολείο στη Φλώρινα αλλά δηλώβει ότι «ίσως αργότερα να ξαναδοκιμάσω αυτή την εμπειρία σε μια εντελώς διαφορετική χώρα».

Μιλώντας στον βασίλη Αναστασιάδη της ΕΡΤ Σερρών μίλησε και για τις αναμνήσεις του από το σερραϊκό ποδόσφαιρο και τον Πανσερραϊκό: «Έχω αγαπημένους φίλους και κουμπάρους στις Σέρρες. Είχα παίξει με την Φλώρινα κόντρα στον Παμβλαχικό στις Σέρρες και το παιχνίδι είναι χαραγμένο στο μυαλό μου γιατί ήταν η πρώτη φορά που αγωνίστηκα σε χόρτο. Εκείνη την ημέρα ξεκίνησε και η φιλία μου με τον συμφοιτητή μου στο ΤΕΦΑΑ Θεσσαλονίκης, τον Αλέξη Γκράτζιο που είναι είναι πλέον  «αδελφός» μου ενώ κουμπάρος μου είναι ο Γιώργος Παπαδόπουλος. Ο Πανσερραϊκός ήταν πολύ δυνατός με κόσμο στο πλευρό του και με παικταράδες που ήταν όλοι τους καλά παιδιά. Το γήπεδο των Σερρών ήταν καταπληκτικό και πάντα γεμάτο από φιλάθλους. Μου λείπουν εκείνα τα χρόνια του Ελληνικού ποδόσφαιρο. Τότε που έπαιζαν πολλοί Έλληνες παίκτες και λίγοι ξένοι που έκαναν τη διαφορά».