32 μέρες χωρίς τον Λεωνίδα… – Το πρωί της Κυριακής στους Αγίους Αναργύρους το 40ημερο μνημόσυνο

Ο Λεωνίδας καλά καλά δεν ήταν 32 ετών (λίγες μέρες πριν είχε γενέθλια), όταν ταξίδεψε για τους ουρανούς εκείνο το πρωί της 20ης Ιανουαρίου. Πέρασαν κιόλας 32 μέρες από εκείνη τη μέρα που οι φίλοι του ξύπνησαν συγκλονισμένοι από την είδηση και λίγες ώρες μετά τον αποχαιρέτισαν για τελευταία φορά. Όσα τα χρόνια του. Την προσεχή Κυριακή 24/2 στις 10:00 το πρωί είναι προγραμματισμένο το μνημόσυνο στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων, στην Αλεξανδρούπολη.

Όλες αυτές τις μέρες έρχονται σκόρπιες στιγμές. Από την πρώτη μας γνωριμία, μέσω του Γιώργου, κάπου το 2012, με το ενδιαφέρον που έδειχνε για την καταγραφή της τοπικής αθλητικής επικαιρότητας αν και είχε σπουδάσει Νομική και ήδη ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου σε γνωστό γραφείο της πόλης. Από τα ατέλειωτα τηλέφωνα για το πως μπορούμε να γράψουμε κάτι καλύτερα, τα λάθη που κάναμε (γιατί κανείς δεν ισχυριζόταν ότι δεν κάναμε), τις μηνύσεις που με ευκολία μας απειλούσαν όσοι θεωρούσαν ότι θίγονται – αλλά σχεδόν πάντα έμεναν στα λόγια. Και και την αδυναμία του να παραστεί στο ιστορικό για το ThrakiSportS ταξίδι στη Ρουμανία, για το μπαράζ της Εθνικής που την έστειλε στην Βραζιλία. Είχε αποτελέσει τη μεγαλύτερη (ηθική περισσότερο) ανταμοιβή για όσους μετείχαν εκείνη την περίοδο στην οικογένεια του ThrakiSportS, να ζήσουν από κοντά εκείνη την μοναδική στιγμή. Αλλά ο Λεωνίδας δεν μπορούσε να παραστεί, δεν τολμούσε να ζητήσει δυο μέρες άδεια να λείψει από τη δουλειά. Έμεινε στην Αλεξανδρούπολη, έχασε την στιγμή που όσοι βρεθήκαμε εκεί, θα μνημονεύουμε για μια ζωή.

Τυπικός στις υποχρεώσεις του και χωρίς να ζητά ποτέ ανταλλάγματα. Στον γάμο του Μπάμπη, ζήτησε από τους δικούς του να πάνε μέχρι την Κομοτηνή, διακριτικά να παραστεί στην εκκλησία, να βρεθεί κοντά στην χαρά ενός φίλου και συνεργάτη, αλλά όχι και στο γλέντι που ακολούθησε. Όποτε του ζητούσε κάποιος παράγοντας ομάδας να βοηθήσει, να βάλει πλάτη για την ακρίβεια, ως άτυπο γραφείο Τύπου, ο Λεωνίδας το έκανε δίχως δεύτερη κουβέντα. Χωρίς να ζητά κάτι για αυτό. «Ένα παιδί μάλαμα», που έλεγαν και όσοι τον ήξεραν στην ΕΠΣ Έβρου. Παιδί που παράλληλα αγαπούσε τα παιδιά, αρθρογραφούσε μάλιστα για αυτά και σε άλλα μέσα. Από τους λίγους που είχαν τις γνώσεις αλλά και την θέληση να παρακολουθεί και να καταγράφει την ιστορία των τοπικών ομάδων, τις προσπάθειες των ντόπιων αθλητών. Άλλωστε του άρεσε ο αθλητισμός. Ο υγιής αθλητισμός, ο ερασιτεχνικός αθλητισμός, αυτός που συχνά δεν προβάλλεται. Από το πουθενά ετοίμαζε θέματα όχι μόνο για το ποδόσφαιρο ή το βόλεϊ και το μπάσκετ, αλλά και για τον στίβο, μέχρι και στο ράγκμπι είχε ανακαλύψει αθλητή από τον Έβρο. Αστείρευτη πηγή ενημέρωσης αλλά και έμπνευσης για όλους μας.

Μέχρι που κάποια στιγμή τον χτύπησε η «κακιά αρρώστια» και αρχίσαμε να επικοινωνούσαμε πλέον πιο αραιά, μάλλον… δειλά, για να μάθουμε νέα του. Η σχεδόν καθημερινή επαφή περιορίστηκε. Και να που τώρα αδυνατώ να θυμηθώ πότε ακριβώς ήταν η τελευταία φορά που τα είπαμε από κοντά. Μάλλον κάπου στα τέλη της περασμένης άνοιξης ή αρχές καλοκαιριού, πριν φύγει για την επιστροφή στην Αλεξανδρούπολη, μετά από ενάμισι χρόνο παραμονής στην Αθήνα. Ένα πρωινό Σαββάτου, σίγουρα. Αυτό θυμάμαι, χωρίς να έχω πρόχειρη ακριβή ημερομηνία.

Όποτε πηγαίναμε με τον Ζαχαρία σε εκείνο το ισόγειο διαμέρισμα στα Κάτω Πετράλωνα, μετράγαμε τα… στρουμφάκια που είχαν συγκεντρωθεί. Μέσα σε σακουλάκια, για να είναι αποστειρωμένα και να μην μεταφέρουν στον εξασθενημένο οργανισμό του μικρόβια. Τα είχε πάνω στο καλοριφέρ. Ήταν κάτι κουκλάκια με τους γνωστούς μπλε ήρωες των παιδικών μας χρόνων. «Κάθε φορά που μπαίνω στο νοσοκομείο για ακτινοβολία, οι νοσοκόμες και οι γιατροί μου λένε ότι με περιμένει ένα νέο κουκλάκι μόλις βγω», μας είχε πει. Τα κουκλάκια από ένα και δύο έγιναν επτά, οκτώ. Κάπου εκεί. Τόσες χημειοθεραπείες, τόσες ακτινοβολίες, τόσα και τα κουκλάκια.

Αυτή τη φορά όμως τα κουκλάκια δεν είχαν αυξηθεί σε σχέση με την προηγούμενη επίσκεψή μας. «Τελείωσε αυτός ο τρόπος μάχης», εξήγησε με ψυχραιμία. Η κακιά αρρώστια είχε υποχωρήσει και πλέον θα έκανε μεγαλύτερη ζημιά ενδεχόμενη συνέχιση της καταπολέμησής της με αυτόν τον τρόπο. Έπρεπε πλέον να δούμε αν θα μπορέσει να αντιδράσει μόνος του ο οργανισμός, ενδεχομένως με νέα θεραπεία. Και αυτό πλέον ήταν θέμα χρόνου να γίνει στην Αλεξανδρούπολη, οπότε πλησίαζε η μεταφορά στην πατρίδα. Να έχει την άνεση του σπιτιού, να μπορεί να βγει ελεγχόμενα και μια βόλτα εκτός αυτού.

Δυστυχώς στα γήπεδα δεν μπορούσε όμως να πάει όπως και γενικότερα όπου υπήρχε κόσμος, ικανός άθελά του να μεταφέρει μικρόβια στον εξασθενημένο του οργανισμό. Αναγκαζόμασταν να του περιγράφουμε λίγο την ατμόσφαιρα, να του λέμε τα νέα γιατί ήταν αποκομμένος και από το πολύ ίντερνετ. Πάντα τον ενδιέφεραν τα νέα για τις ομάδες του Έβρου, ποτέ δεν εγκατέλειπε την παρακολούθηση των αθλητικών δρωμένων, έστω και χωρίς φυσική παρουσία σε γήπεδα και κλειστά γυμναστήρια. Κάπου τον Οκτώβριο που βρέθηκα Αλεξανδρούπολη, ζήτησα να τα πούμε από κοντά, αλλά ήταν περίεργη περίοδος με κάτι ασθένειες, με απέτρεψε.

Και κάπως ετσι οι μέρες περνούσαν και ο Λεωνίδας μας σήκωνε τον δικό του Γολγοθά. Ο ίδιος και η οικογένειά του. Αλλά αντιμετώπιζε τα πάντα με ολύμπια ψυχραιμία. Θαυμαστή, όπως θαυμαστός και αξιομνημόνευτος από όλους ήταν ο αδαμάντινος χαρακτήρας του. Ελάχιστα οι υπόλοιποι καταλαβαίναμε τι ακριβώς βίωνε και ελάχιστα προσπαθούσε και εκείνος να μεταφέρει το βάρος που κουβαλούσε στους άλλους. ΚΥΡΙΟΣ (έτσι, με κεφαλαία γράμματα), μέχρι τέλους.

Η ρουτίνα της καθημερινότητας σε κάνει να χάνεις την καθημερινή προσωπική επαφή. Και ξαφνικά ξυπνάς και μαθαίνεις ότι ένα παιδί με το οποίο μιλούσες καθημερινά για τόσα άλλα, μη σημαντικά, έφυγε. Γιατί το σημαντικό είναι η ζωή, η υγεία. Αλλά τελικά ελάχιστοι το εκτιμούμε όταν το έχουμε. Μεγάλη αλήθεια είναι αυτό.

Δεν άξιζε όλη αυτήν την περιπέτεια ο Λεωνίδας, το «παιδί μάλαμα» που γνωρίσαμε όλοι. Αλλά δυστυχώς οι αρρώστιες δεν κάνουν διακρίσεις σε καλούς και κακούς. Και ο ίδιος τράβηξε σχεδόν χρόνια αμίλητος τον δικό του Γολγοθά, χωρίς να παραπονιέται, με τρόπο που οφείλει να αποτελεί μάθημα για όλους μας.

Πέρασαν 32 μέρες από την στιγμή του αποχαιρετισμού. Πλέον τον Γολγοθά τον σηκώνει εκείνη η μάνα, η αδερφή του, οι δικοί του άνθρωποι, που πρέπει να βρουν τρόπο να συνηθίσουν την απώλειά του. Λεωνίδα, να τους προσέχεις από εκεί ψηλά… Και μαζί και εμάς, τους υπόλοιπους που μείναμε πίσω…

ΓΓ