Ο Μίλαν Ράσταβατς λίγο πριν το Μουντιάλ για την παρουσία του σε αυτό, τα φαβορί της διοργάνωσης αλλά και την Ξάνθη και την Ελλάδα

 

Ήταν Μάρτιος του 2017 όταν η Ξάνθη έμπαινε σε διαδικασία να αναζητήσει προπονητή για τη σεζόν 2017-2018. Ο Ραζβάν Λουτσέσκου θα αποχωρούσε στο τέλος του 2016-2017 και η θρακιώτικη ΠΑΕ, όπως άλλωστε το συνηθίζει σε ανάλογες περιπτώσεις, κινήθηκε νωρίς – νωρίς για να βρει τον διάδοχο.

Επελέγη ο Μίλαν Ράσταβατς, που θα δικαίωνε τις προσδοκίες των Χρήστου Πανόπουλου και Γιάννη Παπαδημητρίου. Μεγαλομέτοχος και τεχνικός διευθυντής προσέλαβαν τον Σέρβο κόουτς, ο οποίος μέχρι την τελευταία αγωνιστική κυνήγησε έξοδο στην Ευρώπη με τους Θρακιώτες και λίγο πριν ολοκληρωθεί η Super League δέχτηκε πρόταση να αποτελέσει μέλος της εθνικής Σερβίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο.

Ο 45χρονος τεχνικός, λίγες μέρες πριν αρχίσει το Μουντιάλ, μίλησε στον Δημήτρη Σαμόλη για λογαριασμό του Sport24 και παραχώρησε μια εφόλης της ύλης συνέντευξη. Μίλησε για όλα και καταρχήν για τη μεγάλη γιορτή στη Ρωσία και για τη σπουδαία πρόκληση που τον περιμένει να τεθεί αντιμέτωπος με παίκτες όπως ο Νεϊμάρ, ο Φιρμίνο, ο Γκαμπριέλ Ζεζούς, ο Κέιλορ Νάβας και άλλα μεγάλα ονόματα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.

Ο μοναδικός προπονητής του ελληνικού ποδοσφαίρου που θα δώσει το παρών στο Μουντιάλ έχρισε ως φαβορί για το τρόπαιο τη Βραζιλία και ακολούθως τη Γερμανία. Μίλησε όμως και για το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα. Για την πορεία του στην Ξάνθη, για τη Super League και για την αδυναμία του σε παίκτες όπως ο Πέλκας, ο Μάνταλος και ο Φορτούνης.

Ο προπονητής της Ξάνθης ευχαρίστησε τον Ραζβάν Λουτσέσκου και τον Χρήστο Πανόπουλο, μίλησε με τα καλύτερα λόγια για τον Γιάννη Παπαδημητρίου και για τη φιλοδοξία του να δει τον εαυτό του σε πολύ υψηλότερο ποδοσφαιρικό επίπεδο. Έστειλε το μήνυμα ότι “όλοι εμείς που είμαστε στο ποδόσφαιρο, πρέπει να είμαστε πολύ ευτυχισμένοι, να μην έχουμε παράπονο, να μην είμαστε αχάριστοι” και θυμήθηκε τι υπομονή και θέληση έδειξε, που χρειάστηκε να περιμένει 15 χρόνια για να γίνει πρώτος προπονητής σε μια ομάδα.

 

– Η πρώτη σας χρονιά στην Ελλάδα ήταν όπως τη φανταζόσασταν; Ήταν καλύτερα τα πράγματα, χειρότερα;

“Δεν ήξερα τις λεπτομέρειες που θα συναντούσα. Ήταν πρόκληση για εμένα να έρθω στην Ελλάδα. Είναι καλή ποδοσφαιρικά χώρα, που αγαπάει το ποδόσφαιρο. Ήθελα σε αυτή τη νέα μου αρχή να πετύχω”.

– Οι πρώτες λέξεις που σας έρχονται στο μυαλό όταν ακούτε ελληνικό ποδόσφαιρο ποιες είναι;

“Πάθος για το ποδόσφαιρο και ανταγωνισμός”.

– Νιώθετε ότι είναι μεγάλο επίτευγμα το γεγονός ότι μέχρι και την τελευταία αγωνιστική παλέψατε για την έξοδο στην Ευρώπη;

“Επιτυχία δεν έκανα γιατί δεν βγήκαμε στην Ευρώπη. Ήταν όμως μια καλή χρονιά για την Ξάνθη”.

– Τι στοιχεία πιστεύετε ότι δώσατε στην Ξάνθη στη μετά – Λουτσέσκου εποχή;

“Προσπάθησα να φέρω στην Ξάνθη ένα ποδόσφαιρο από τη σχολή που προέρχομαι, τη σέρβικη, να είναι ωραίο και αποτελεσματικό, αλλά και να βγάλω από τους ποδοσφαιριστές μου το καλύτερο που μπορούσαν”.

– Μιλήσατε καθόλου με τον Λουτσέσκου προτού αναλάβετε;

“Πήρα μια ομάδα που φαινόταν ότι είναι δουλεμένη και οργανωμένη αγωνιστικά και εξωαγωνιστικά. Ο Λουτσέσκου είχε βάλει βάσεις. Είναι ευχάριστο για εμένα που προσπάθησα να ακολουθήσω κάτι πετυχημένο που είχε φτιάξει ο Λουτσέσκου και το πήγα όσο το πήγα, αλλά μου είναι επίσης πολύ ευχάριστο ότι και ο ίδιος μετά την Ξάνθη πήγε σε μια μεγαλύτερη ομάδα, πήρε έναν τίτλο και είμαι σίγουρος ότι θα πάει και καλύτερα. Θέλω να αποκαλύψω κάτι: Όταν ανέλαβα την Ξάνθη, τον πήρα τηλέφωνο και μου έδωσε πολύ χρήσιμες συμβουλές για την πόλη, την ομάδα, το ελληνικό πρωτάθλημα, τους παίκτες και τον ευχαριστώ προσωπικά γι’ αυτό. Οι συμβουλές του ήταν πολύτιμες”.

– Σε ποια παιχνίδια εκτιμάτε ότι χάθηκε η ευρωπαϊκή έξοδος;

“Στο εντός έδρας με την Κέρκυρα, αλλά και στο εκτός έδρας με τον ΠΑΟΚ, όπου μέχρι το 86′ είχαμε το 1-1 και τελικά χάσαμε”.

– Τι αλλαγές θα κάνετε στο ρόστερ της Ξάνθης για τη νέα σεζόν;

“Δεν θέλω να κάνω πολλές αλλαγές. Είμαι προπονητής που μου αρέσει και με ενδιαφέρει να έχει συνέχεια η ομάδα μου. Δεν θέλω να απαξιώσω τους παίκτες που έφεραν την ομάδα ως εδώ, αλλά σίγουρα θα χρειαστούν κάποιες, λίγες αλλαγές, ώστε να την ενισχύσουμε ακόμη περισσότερο. Στόχος μου είναι να εξελίξω ακόμα καλύτερα τους παίκτες που έχω. Είμαι πολύ ευχαριστημένος μαζί τους”.

– Πώς κύλησε η συνεργασία σας με τη διοίκηση και με το υπόλοιπο τιμ;

“Από την πρώτη μέρα που γνώρισα τον ιδιοκτήτη, κ. Πανόπουλο, και με φώναξε να με δει, είχαμε άψογη συνεργασία. Ένας άνθρωπος που ό,τι μου είπε, τηρήθηκε. Επαγγελματίας 100%. Δεν είναι τυχαίο ό,τι έχει χτίσει όλα αυτά τα χρόνια. Μου είπε ότι θα με στήριζε και στις δύσκολες στιγμές. Όταν ήρθε η δύσκολη στιγμή και χάσαμε, ήταν ο πρώτος που με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να μην ανησυχώ.

Ότι στο πρόγραμμα είναι και η ήττα, αλλά και ότι ξέρει πώς δουλεύω. Το εκτίμησα ιδιαίτερα. Θυμάμαι όταν κάναμε δύο απανωτές ήττες, μου είπε ότι και το τρίτο παιχνίδι να χάναμε, ακόμα και με 10-0, ότι με στηρίζει.

Ο τεχνικός διευθυντής, Γιάννης Παπαδημητρίου, ήταν ο πρώτος που ήρθε και με βρήκε πέρυσι τον Μάρτιο. Μόνο και μόνο ο τρόπος που με προσέγγισε από το πρώτο μας ραντεβού κιόλας, χωρίς να ξέρουμε αν προχωρήσουμε σε συνεργασία, με σκλάβωσε και έδειξε ότι αυτή η ομάδα λειτουργεί επαγγελματικά.

Όλη του η στάση καθόλη τη διάρκεια της χρονιάς, έδειξε το πόσο οργανωμένος είναι και πως ξέρει τη δουλειά στη λεπτομέρεια. Η εμπειρία του βοήθησε στο να μην αντιμετωπίσουμε μελλοντικά προβλήματα. Είναι άνθρωπος που ξέρει πολύ καλά τη θέση του τεχνικού διευθυντή και κατά την άποψή μου είναι ένας από τους καλύτερους τεχνικούς διευθυντές στην Ελλάδα.

 width=

Βρήκα ένα προπονητικό τιμ στην Ξάνθη που λειτουργούσε επαγγελματικά και ήταν εξίσου καλοί ως ανθρώπινοι χαρακτήρες. Δέσαμε πάρα πολύ καλά. Τους έχω εμπιστοσύνη. Αναφέρομαι στον βοηθό μου Ντράγκαν Ίλιτς, στον Τάσο Σιδερίδη (γυμναστής), στον Αλέκο Μαλαδένη (προπονητής τερματοφυλάκων), στον Σωτήρη Αρσένη (γυμναστής αποκατάστασης), στους δύο φυσικοθεραπευτές, στον γιατρό Χρήστο Μπίκο, αλλά και στους φροντιστές.

Μου είχε πει ο Πανόπουλος και ο Παπαδημητρίου ότι η Ξάνθη έχει ποιοτικά στελέχη. Γι’ αυτό και πολλοί έφυγαν και πήγαν στον ΠΑΟΚ με τον Λουτσέσκου. Έχω καταλάβει ότι η Ξάνθη διαλέγει τι προσωπικό θα φέρει και μάλιστα τους κρατάει για αρκετά χρόνια”.

– Τι πρέπει να κάνει η Ξάνθη τη νέα χρονιά για να βγει στην Ευρώπη;

“Να βάλουμε κάποια νέα παιδιά στην ομάδα και να προσαρμοστούν στο μοντέλο προπόνησης. Θα κοιτάξουμε να κάνουμε μεταγραφές και να συνεχίσουμε την ίδια δουλειά”.

– Θα ακολουθήσετε το ίδιο στυλ ποδοσφαίρου;

“Εμένα μου αρέσει να έχουμε κυριαρχία στο παιχνίδι και να ξέρουμε ότι έχουμε ένα σταθερό μοντέλο ποδοσφαίρου το οποίο ακολουθούμε συνεχώς”.

– Ο κόσμος της Ξάνθης δεν στηρίζει ιδιαίτερα την ομάδα. Πώς το εξηγείτε;

“Εγώ θα ήθελα να ευχαριστήσω τους φιλάθλους μας που έρχονται και στηρίζουν την Ξάνθη. Θα ήταν καλό να έρχονταν περισσότεροι, αλλά θέλω να ευχαριστήσω και αυτούς που μου συμπεριφέρονται τόσο φιλόξενα στην πόλη όταν με συναντούν. Η Ξάνθη είναι φιλόξενη πόλη”.

– Πώς σας φάνηκε το ελληνικό πρωτάθλημα τη σεζόν που ολοκληρώθηκε;

“Ήταν πολύ ενδιαφέρον γιατί άλλαζε διαρκώς η κατάταξη στην κορυφή, αλλά και στις θέσεις της Ευρώπης. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι ήταν βαρετό το πρωτάθλημα. Είχε ενδιαφέρον για όλες τις θέσεις”.

– Υπήρξε κάποιος παίκτης που σας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση;

“Υπάρχουν καλοί παίκτες σε όλες τις ομάδες, αλλά εμένα με τράβαγε να δω το ελληνικό στοιχείο, όπως ο Πέλκας, ο Μάνταλος, ο Φορτούνης, που κάνουν και τη διαφορά”.

– Πώς νιώσατε όταν μάθατε για την προοπτική να πάτε στο Παγκόσμιο Κύπελλο με την εθνική Σερβίας; Περιγράψτε μου εκείνη τη στιγμή…

“Ένιωσα πολύ υπερήφανος. Το είδα μέσα μου ως αναγνώριση. Οκτώ χρόνια δουλεύω για την ομοσπονδία σε διάφορα προγράμματα και κατηγορίες, παρόλο που την τελευταία τριετία εργάζομαι σε ομάδες. Χάρηκα γιατί εκτιμήθηκε η δουλειά μου από την ομοσπονδία, η οποία δεν συνηθίζει να προσλαμβάνει προπονητές που ήδη εργάζονται σε ομάδες. Αυτό ήταν ξεχωριστό. Υπάρχουν πολλοί ελεύθεροι προπονητές και οι άνθρωποι της ομοσπονδίας επέλεξαν εμένα”.

– Η συνεργασία σας με την εθνική Σερβίας, στο τεχνικό τιμ της ανδρικής ομάδας, θα συνεχιστεί και μετά το Μουντιάλ;

“Σε πρώτη φάση είναι μόνο για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Μετά δεν ξέρω τι θα γίνει”.

– Πώς περιμένετε να εμφανιστεί στα γήπεδα της Ρωσίας η εθνική Σερβίας;

“Επειδή δούλεψα λίγο μαζί τους τον Μάρτιο, όταν είχαν διακοπή τα πρωταθλήματα, κατάλαβα ότι πρόκειται για ένα σύνολο με υψηλό επίπεδο. Έξυπνα παιδιά, με καλά στοιχεία ανθρώπινου χαρακτήρα και εκπληκτικοί ποδοσφαιριστές. Πριν πάω άκουγα κατά καιρούς αρνητικά σχόλια, αλλά τουλάχιστον τώρα με βάση αυτό που βίωσα εγώ, δεν ισχύει”.

– Η Σερβία βρίσκεται στον ίδιο όμιλο με Βραζιλία, Κόστα Ρίκα και Ελβετία. Τι πιθανότητες πρόκρισης δίνετε στην ομάδα σας;

“Τα πρώτα δύο παιχνίδια μας είναι με Κόστα Ρίκα και Ελβετία. Σε αυτά πρέπει να δείξουμε ότι μπορούμε να περάσουμε στην επόμενη φάση. Αν έχουμε πάρει τους βαθμούς που πρέπει, το ματς με τη Βραζιλία να είναι γιορτινό. Ξέρουμε ποια είναι η Βραζιλία”.

– Ποια χώρα πιστεύετε ότι έχει το πάνω χέρι για να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο;

“Μετά τη Βραζιλία, η οποία είναι φαβορί, ίσως η Γερμανία, που έχει καταφέρει κάτι σπάνιο σε επίπεδο εθνικών ομάδων. Ένα ισχυρό οικοδόμημα στην επιλογή παικτών, στη δουλειά, στο προπονητικό τιμ. Έχουν ένα πλάνο και το ακολουθούν”.

– Από μικρός είχατε όνειρο να γίνετε προπονητής ή σας προέκυψε στην πορεία;

“Από παίκτης ακόμα όταν ήμουν, παρακολουθούσα μαθήματα προπονητικής. Σταμάτησα νωρίς την καριέρα μου λόγω τραυματισμών και δεν είχα δίλημμα στο τι θα κάνω”.

 width=

– Οι γονείς σας στήριζαν την επιθυμία σας να παίξετε μπάλα ή είχαν άλλα σχέδια για εσάς;

“Από την πρώτη στιγμή ήταν μαζί μου σε οποιαδήποτε απόφαση και αν έπαιρνα”.

– Τι από τα δύο είναι πιο δύσκολο; Να είσαι παίκτης ή προπονητής;

“Το πιο εύκολο είναι να είσαι παίκτης. Οποιαδήποτε άλλη δουλειά στο ποδοσφαιρικό κομμάτι εκτός από παίκτης, είναι πιο δύσκολη. Αγαπώ το ποδόσφαιρο. Μου αρέσει να εξελίσσομαι, να μαθαίνω… Κάνω ταξίδια, ψάχνομαι, τηλεφωνώ σε συμπατριώτες μου στο εξωτερικό είτε για μια νέα άσκηση, είτε μια νέα μέθοδο.

Θέλω όμως να πω και κάτι γενικό. Όλοι εμείς που είμαστε στο ποδόσφαιρο, σε όλες τις χώρες του κόσμου, πρέπει να είμαστε πολύ ευτυχισμένοι, διότι το ποδόσφαιρο είναι το άθλημα με τους περισσότερους υποστηρικτές, έχει τα περισσότερα χρήματα σε σχέση με τα υπόλοιπα αθλήματα και πρέπει να μην έχουμε παράπονο. Να μην είμαστε αχάριστοι. Τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ”.

– Έχετε κάποιο όνειρο στην προπονητική;

“Να δω τον εαυτό μου σε πολύ υψηλότερο ποδοσφαιρικό επίπεδο. Αυτό θα σημαίνει μεγαλύτερες προπονητικές προκλήσεις. Ήμουν πέντε χρόνια στους νέους της Νόβι Σαντ. Ήμουν οκτώ χρόνια στην ομοσπονδία, δουλεύοντας πάλι με νέους. Ήμουν βοηθός προπονητή δύο χρόνια στην Ολίμπια Λουμπλιάνας και στη Βοϊβοντίνα. Δηλαδή ύστερα από 15 χρόνια πήγα σε πρώτη ομάδα ως πρώτος προπονητής, μένοντας 2,5 χρόνια στη Ραντνίσκι Νις και μετά ήρθε η Ξάνθη. Τι θέλω να πω με αυτό…

Ότι έκανα 15 χρόνια υπομονή για να φτάσω σε πρώτη ομάδα ως πρώτος προπονητής. Πρέπει να έχεις τρομερή θέληση και υπομονή για να δουλεύεις 15 χρόνια με μικρούς και ως βοηθός, για να πάρεις την ευκαιρία σου. Είμαι άνθρωπος και στην προπονητική και στη ζωή που θέλω να κάνω έστω αργά, αλλά σταθερά βήματα. Η πιο συχνή φιλοσοφία κάποιων είναι να τελειώσουν μια ποδοσφαιρική καριέρα και σε δύο χρόνια να πάνε σε μεγάλη ομάδα. Εγώ δεν το βλέπω έτσι. Ευκαιρίες μπορείς να πάρεις και να φτάσεις σε ένα επίπεδο, το θέμα είναι να έχεις διάρκεια”.

– Έχετε κάποιον προπονητή ως πρότυπο;

“Δεν θα το ‘λεγα. Προσπαθώ να βλέπω πολλούς προπονητές από διαφορετικές σχολές και χώρες. Βοηθώ τον εαυτό μου βλέποντας αξιόλογους ξένους προπονητές και παίρνω από τον καθένα στοιχεία, ώστε να φτιάξω μια δική μου φιλοσοφία”.

– Αυτόν τον έναν χρόνο που είστε στην Ελλάδα, ποια είναι η άποψή σας για τον ελληνικό λαό;

“Πρώτα φορά ζω έναν χρόνο στην Ελλάδα. Παλαιότερα ερχόμουν ως τουρίστας για διακοπές. Θα μοιραστώ τα συναισθήματά μου με τον λαό μου, τους Σέρβους, που ιστορικά αγαπάνε τους Έλληνες. Έχουμε πολλά κοινά και αισθάνομαι σαν να είμαι στην πατρίδα μου. Όλα αυτά τα συναισθήματα έρχονται γιατί ιστορικά έχουμε κοινές ρίζες θρησκείας και φιλοσοφίας κάποιων πραγμάτων.

Προσωπικά εγώ και η οικογένειά μου στην Ξάνθη είμαστε ευτυχισμένοι και χαρούμενοι από την καθημερινότητά μας. Γνωρίσαμε ανθρώπους που ήταν πρόθυμοι να μας βοηθήσουν και έδειξαν ότι είναι φίλοι μας. Οι Έλληνες είναι ποδοσφαιρικός λαός, αγαπάνε το ποδόσφαιρο, δείχνουν απεριόριστη αγάπη για την ομάδα τους και αυτό είναι σημαντικό για το ποδόσφαιρο.

Όλοι οι φίλαθλοι ξέρουν να εκτιμούν την ποιότητα της κάθε ομάδας και θέλω να πω κάτι που μου έκανε εντύπωση: σε καλά παιχνίδια της Ξάνθης σε όλα τα γήπεδα, με κάποιες καλές στιγμές μας μέσα στο παιχνίδι, όλοι μας χειροκροτούσαν και με τη συμπεριφορά τους μας έδειξαν ότι αναγνώρισαν τη δουλειά μας και τους ευχαριστώ. Οι Έλληνες καταλαβαίνουν από ποδόσφαιρο και το στηρίζουν”.