Η αποχαιρετιστήρια συνέντευξη Λουτσέσκου στο ThrakiSportS! Οι καλές και κακές στιγμές στην Ξάνθη και οι αποκαλύψεις για το μέλλον…

 

Συνέντευξη στον Γιάννη Καρτάλη

Το βράδυ της Κυριακής ο Ραζβάν Λουτσέσκου αποχαιρετά τον κόσμο της Ξάνθης και κοουτσάρει για τελευταία φορά στα Πηγάδια. Το ThrakiSportS με αφορμή το τελευταίο του παιχνίδι με την Ξάνθη προσέγγισε τον Ρουμάνο κόουτς για μια αποχαιρετιστήρια συνέντευξη, από τις ελάχιστες που έχει δώσει τα δυόμισι χρόνια της παρουσίας του στην ομάδα σε οποιοδήποτε ελληνικό μέσο ενημέρωσης.

Είναι από τους ανθρώπους που δε μιλούν πολύ, κοιτάει τη δουλειά του, το πως θα είναι σωστός στις υποχρεώσεις του και θα πετύχει αυτά που έχει θέσει ως στόχο. Ο Ραζβάν Λουτσέσκου ήρθε στην Ξάνθη στα μέσα της σεζόν 2014-2015 και κατάφερε να αγαπηθεί από τον κόσμο, να κερδίσει τον σεβασμό των παικτών του και την φιλία του ιδιαίτερα δύσκολου σε αυτά Χρήστου Πανόπουλου. Ο ιδιοκτήτης της ομάδας έχει χτίσει μια ιδιαίτερη σχέση με τον Ρουμάνο κόουτς και τον εμπιστεύεται και τον εκτιμά πολύ, κάτι που φαίνεται και από την κίνηση που θα κάνει για την βράβευσή του πριν τον αγώνα με την Βέροια.

Λίγο πριν το αντίο και ανοίξει πανιά για άλλες… θάλασσες, ο Ραζβάν Λουτσέσκου κάνει τον απολογισμό του στην Ξάνθη, μιλάει για το παρόν και το μέλλον της ομάδας αλλά και το δικό του, ενώ αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της καριέρας του και της παρουσίας του στην Θράκη τα τελευταία σχεδόν τρία χρόνια. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στον ιδιαίτερα αγαπητό και για τον ίδιο χώρο του cafe – restaurant La Terra το βράδυ του Σαββάτου με τον ίδιο να απολαμβάνει στην συνέχεια με καλούς φίλους ένα από τα τελευταία βράδια της ιδιαίτερα επιτυχημένης παρουσίας του στον πάγκο της Ξάνθης.

 

Θ.S:  Φεύγετε από την Ξάνθη μετά από τρεις γεμάτες σεζόν. Αποχωρείτε έχοντας κάνει πολλούς φίλους. Εσείς τι θα θυμάστε πιο έντονα από την πορεία σας στην Ξάνθη, ποια ήταν η πιο ευχάριστη και ποια η πιο δυσάρεστη στιγμή εδώ;

Ρ.Λ: Η στιγμή που κρατάω και από την Ξάνθη είναι ο προημιτελικός με τον Παναθηναϊκό πριν δύο χρόνια, και το παιχνίδι στην Λεωφόρο, που μας έδωσε την πρόκριση και την αυτοπεποίθηση ότι ήταν πλέον στο χέρι μας το να προκριθούμε και στον τελικό. Αλλά πρέπει να πω, πως αυτά τα τρία χρόνια θα τα έχω για πάντα στην καρδιά μου, γιατί αποκόμισα πολύ ωραίες εμπειρίες και ήταν τρία πολύ όμορφα χρόνια. Αυτές τις στιγμές τις θεωρώ ιδιαίτερες, όχι απλά για την καριέρα μου, αλλά έχουν γραφτεί στην ψυχή μου.

Θ.S: Καταφέρατε κάτι που κανείς άλλος δεν μπόρεσε, φτάσατε με την Ξάνθη στον τελικό του Κυπέλλου όπως είπατε. Τι πιστεύετε ότι έλειψε και λείπει από την Ξάνθη, ώστε να φτάσει στην κατάκτηση ενός τίτλου;

Ρ.Λ: Η εμπειρία. Έλειψε η σωστή διαχείριση της πίεσης και του άγχους σε ένα τόσο μεγάλο και σημαντικό παιχνίδι, κάτι το οποίο βελτιώνεται με την εμπειρία. Παίξαμε καλύτερα στο πρώτο ημίχρονο, θα μπορούσαμε να έχουμε προηγηθεί κιόλας, όμως δεχτήκαμε το γκολ με το πρώτο λάθος και αυτό μας επηρέασε πολύ στην ψυχολογία μας.

Θ.S: Ποια ήταν η πιο «καυτή», η πιο δύσκολη έδρα που αντιμετωπίσατε όσα χρόνια βρίσκεστε στην Ελλάδα;

Ρ.Λ: Μου αρέσει πολύ η Τούμπα, απολαμβάνω με κάθε έννοια τα παιχνίδια ενάντια στον ΠΑΟΚ εκεί, αλλά πολύ δύσκολα γήπεδα είναι και του Παναθηναϊκου και μετέπειτα του Ολυμπιακού. Πέρα όμως από τις έδρες των μεγάλων ομάδων, όπου παίζαμε μπροστά σε 15 και 20 χιλιάδες κόσμο, τα παιχνίδια στο γήπεδο του Πανιωνίου είναι εξίσου δύσκολα για έναν προπονητή, αλλά και στο Αγρίνιο η ατμόσφαιρα συχνά είναι ηλεκτρισμένη. Πρέπει να πω πως οι Έλληνες φίλαθλοι είναι «τρελοί», αλλά πολλές φορές κάνουν τρομερή ατμόσφαιρα, σου δίνουν δύναμη, και κίνητρο είτε είναι φίλαθλοι της ομάδας σου είτε του αντιπάλου.

Θ.S: Από ό,τι καταλαβαίνουμε από τα λόγια σας, δεν απορρίπτετε το ελληνικό ποδόσφαιρο. Το σίγουρο είναι όμως ότι αποχωρείτε από τον πάγκο της Ξάνθης. Τι σκέφτεστε για τη νέα σεζόν; Που θα μπορούσατε ενδεχομένως να βρίσκεστε από το ερχόμενο καλοκαίρι; Μήπως και πάλι στη χώρα μας σε κάποια από τις λεγόμενες μεγάλες ομάδες με τις ισχυρές έδρες που προαναφέραμε ή όπως ακούγεται στην γειτονική Τουρκία;

Ρ.Λ: Είναι πολύ νωρίς για να ξέρω λεπτομέρειες, δεν γνωρίζω κάτι προς το παρών. Μπορεί να βρίσκομαι από την Ευρώπη, έως και την Ασία τη νέα χρονιά, δεν το ξέρω ακόμα. Προς το παρών είμαι ανοιχτός και έτοιμος να συζητήσω όλα τα ενδεχόμενα και όποια πρόταση μου γίνει. Δεν απορρίπτω ούτε το ενδεχόμενο να μείνω και σε ομάδα της Ελλάδας ή το να πάω στην Τουρκία, αλλά σκέφτομαι και την οικογένεια μου.

Θ.S: Συνεπώς έπαιξε και η οικογένειά σας κάποιο ρόλο στην απόφαση να μην συνεχίσετε και τη νέα σεζόν στην Ξάνθη;

Ρ.Λ: Σαφώς και η οικογένεια έπαιξε κάποιο ρόλο, γιατί είμαστε όλοι διασκορπισμένοι παντού αυτή τη στιγμή. Για να σου δώσω να καταλάβεις, αυτή τη στιγμή οι γονείς μου βρίσκονται στη Ρωσία, η γυναίκα μου και ο γιος μου στο Βουκουρέστι και η κόρη μου στη Νότιο Αφρική, έχουμε στην κυριολεξία διασπαστεί σε όλο τον κόσμο, και βρισκόμαστε μόνο λίγες φορές όλοι μαζί. Αλλά και πάλι είναι ο τύπος μου, να θέλω να εξερευνώ τον κόσμο, να παίρνω νέες εμπειρίες, και νομίζω πως πλέον ήρθε η ώρα να δω κάτι άλλο καινούριο.

Θ.S: Αυτό το καινούριο θα μπορούσε να μην είναι σύλλογος αλλά Εθνική Ομάδα; Έχετε κάτσει στον πάγο της Ρουμανίας. Πως θα αντιδρούσατε σε μια ενδεχόμενη πρόταση συνεργασίας με κάποια Εθνική ομάδα και πάλι, είτε αυτή είναι της Ρουμανίας, είτε της Ελλάδας, είτε οποιασδήποτε άλλης χώρας;

Ρ.Λ: Όχι σε σε αυτή τη περίοδο. Για την ακρίβεια, είμαι 48 χρονών και δεν θα ήμουν θετικός για συνεργασία με κάποια Εθνική Ομάδα, τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια, που θεωρώ ακόμα τον εαυτό μου νέο. Και αυτό γιατί είναι δύο εντελώς διαφορετικές δουλειές, και προτιμώ να δουλεύω σε ένα σύλλογο, γιατί εκεί είσαι πάντοτε, όλο το χρόνο απασχολημένος με τη δουλειά σου, και όχι κατά περιόδους όπως σε κάποια Εθνική Ομάδα.

Θ.S: Αναφορικά με το δικό σας μέλλον μας είπατε, αναφορικά με το μέλλον της Ξάνθης; Σας ρώτησε μήπως ο Χρήστος Πανόπουλος την άποψη σας για τον ενδεχόμενο αντικαταστάτη σας στον πάγκο της Ξάνθης;

Ρ.Λ: Δεν είναι αυτή η δουλειά μου και η θέση μου, και είναι δύσκολο να πω κάτι, αυτή είναι μια απόφαση που ανήκει στον Χρήστο Πανόπουλο και τον πολύ καλό μου φίλο Γιάννη (Παπαδημητρίου). Πρέπει να έχουν το συναίσθημα για να επιλέξουν το κατάλληλο προπονητή για τη νέα σεζόν. Είναι αδύνατο για εμένα να μιλάω για άλλους προπονητές.

Θ.S: Το ελληνικό ποδόσφαιρο βρίσκεται σε μια δύσκολη κατάσταση, με οικονομικά προβλήματα, με άσχημους αγωνιστικούς χώρους, με λιγοστούς φιλάθλους και ακόμα και χειραγώγηση αρκετών αγώνων, όπως μαθαίνουμε τα τελευταία χρόνια. Ποιο πρόβλημα θεωρείτε εσείς σημαντικότερο για μια ομάδα που μετέχει στο ελληνικό πρωτάθλημα;

Ρ.Λ: Νομίζω πως το μεγαλύτερο πρόβλημα του Ελληνικού πρωταθλήματος είναι η οργάνωση και η δομή του. Δεν είναι λογικό οι μισές και περισσότερες ομάδες να σταματούν τα επίσημα παιχνίδι τον Απρίλιο και να ξεκινούν και πάλι στα τέλη Αυγούστου, ή στα τέλη του Σεπτεμβρίου όπως έγινε φέτος, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, τους δύο πιο κρύους μήνες του χρόνου ενδεχομένως, να παίζει μια ομάδα 8, 9 ή ίσως και περισσότερα παιχνίδια μέσα σε διάστημα μικρότερο του ενός μήνα. Παρ’όλα αυτά το Ελληνικό ποδόσφαιρο είναι ακόμα ικανό να «φιλοξενήσει» παίκτες γνωστούς στο φίλαθλο κοινό, παρά την αμφίρροπη κατάσταση που υπάρχει σε αυτό.

Θ.S: Ποια είναι η άποψη σας για την πρόταση του Χρήστου Πανόπουλου για μια ομάδα με τρεις έδρες σε όλη τη Θράκη; 

Ρ.Λ: Προσωπικά πιστεύω πως σαν ιδέα, είναι μια πολύ καλή ιδέα, αλλά νομίζω ότι είναι αδύνατο να υλοποιηθεί. Με αυτό το τρόπο, όμως θα μεγάλωνε η δυναμική της ομάδας και θα δυνάμωνε γενικότερα η ομάδα, σε αυτή τη περιοχή γενικότερα και όχι απλά την Ξάνθη, σε μια περιοχή που από μόνη της δεν μπορεί εύκολα να κοντράρει και να ανταγωνιστεί την Θεσσαλονίκη και την Αθήνα.

Θ.S: Άρα συμφωνείτε στην ουσία της πρότασης. Γενικά, ο Πανόπουλος, όπως έχετε ίσως μάθει, συχνά ταράζει τα νερά με τις προτάσεις του. Εσείς τον γνωρίσατε πολύ καλά και ήσασταν αυτήν τη τριετία συνομιλητής του. Αλήθεια, ποιες τρεις λέξεις θα επιλέγατε, για να περιγράψετε τον χαρακτήρα του Χρήστου Πανόπουλου;

Ρ.Λ: Σίγουρα φανταστικός, πάθος, πολύ μεγάλο πάθος για τους ανθρώπους, για τη ζωή και φίλος, ένας πραγματικός φίλος.

Θ.S: Μια από τις προτεραιότητες που έθιξε εξαρχής ο Χρήστος Πανόπουλος είναι οι ακαδημίες της. Η Ξάνθη είναι υπερήφανη για τις υποδομές που έχει και τα ταλέντα που έχει αναδείξει. Εσείς ως προπονητής της τα τελευταία τρία χρόνια, έχετε ξεχωρίσει κάποιον παίκτη που έχει τα προσόντα να ξεχωρίσει στο μέλλον;

Ρ.Λ: Η Ξάνθη έχει το δικαίωμα να είναι υπερρήφανη για τις ακαδημίες που έχει, αλλά δυστυχώς έχει το μειονέκτημα να είναι εκτός του κέντρου, όπως η Θεσσαλονίκη και η Αθήνα. Παρ’όλα αυτά έχει αναδείξει αρκετούς παίκτες. Προσωπική μου άποψη είναι ότι ο Δημήτρης Μελιόπουλος (φωτο δεξια), της ομάδας Κ17 της Ξάνθης έχει τον χαρακτήρα και τα προσόντα για να ξεχωρίζει. Πρώτα εκτιμώ τον χαρακτήρα του και το πάθος και τη θέληση του να δουλέψει και να πετύχει και μετά όλα τα υπόλοιπα, όπως το ταλέντο. Ένας παίκτης επίσης που εκτιμώ ότι θα βελτιωθεί πολύ είναι ο Οκάν Χατζητερζόγλου, γιατί δουλεύει εξίσου σκληρά και έχει βάλει στόχο να πετύχει.

Θ.S: Κριστιάνο Ρονάλντο ή Λίονελ Μέσι; Ποιος από τους δύο πιστεύετε ότι είναι καλύτερος και ποιον προτιμάτε να βλέπετε;

Ρ.Λ: Για να είμαι ειλικρινής μου αρέσουν και οι δύο, δεν προτιμάω κάποιον συγκεκριμένα, αλλά και τους δυο, τον καθένα για διαφορετικό λόγο. Τον Μέσι μου αρέσει να τον βλέπω γιατί πάντα όποτε παίζει θα προσφέρει ένα ωραίο θέαμα. Στον Ρονάλντο «αγαπώ» το πάθος του για το ποδόσφαιρο, την θέληση του να πρωταγωνιστεί πάντα, τη θέληση να δουλεύει πάντα πολύ σκληρά, που είναι και ο λόγος που έφτασε εκεί που είναι τώρα και ξεχωρίζει. Και ο Μέσι είναι ένας πρωτοκλασάτος παίκτης, που τον θαυμάζουμε, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι είχε το ταλέντο, και από μικρός δούλεψε πάνω σε αυτό, ενώ ο Ρονάλντο ξεχώρισε με την σκληρή δουλειά.

Θ.S: Γκουαρντιόλα, Μουρίνιο και Αντσελότι. Οι τρεις τους είναι εκ των κορυφαίων στο χώρο της προπονητικής, και ο καθένας τους υιοθετεί έναν διαφορετικό τρόπο παιχνιδιού. Εσείς ως προπονητής σε ποιον είστε πιο κοντά;

Ρ.Λ: Καταρχήν είναι κορυφαίοι και οι τρεις, δεν μπορεί να υπάρξει σύγκρισή μου με κανέναν τους. Αλλά θεωρώ πως ο καλύτερος είναι ο Πεπ Γκουαρντιόλα, ο τρόπος που δουλεύει, η οργάνωση και η πειθαρχία του, η τακτική που έχει είτε η ομάδα του έχει τη μπάλα στην κατοχή της είτε όχι, θεωρώ πως τον κάνουν τον καλύτερο προπονητή. Εγώ προσωπικά υιοθετώ την σωστή οργάνωση στις ομάδες μου. Μου αρέσει και ο χαρακτήρας και ο τρόπος παιχνιδιού του Μουρίνιο, αλλά δεν είμαι τόσο θετικός στο υπερβολικό πάθος και τους «καβγάδες» που έχει κατά τη διάρκεια των αγώνων. Αλλά αυτός είναι ο τρόπος που έχει, ώστε να πάρει το καλύτερο δυνατό που μπορεί από κάθε παίκτη του και να χτίσει ένα πολύ δυνατό σύνολο. Όσο για τον Αντσελότι είναι εξίσου πολύ καλός με τους υπόλοιπους δύο. Είναι ο πιο ήρεμος προπονητής, ο ψύχραιμος και φιλικός προς τους παίκτες. Είναι ο προπονητής που τους εμπνέει όλους και τον αγαπάει κάθε παίκτης στην ομάδα του είτε παίζει, είτε είναι στον πάγκο.

Θ.S: Εσείς ως προπονητής ποια θα λέγατε με δυο λόγια ότι είναι η νοοτροπία σας; Πώς  δουλεύετε; Με ποιο τρόπο προτιμάτε να προπονείτε τις ομάδες που αναλαμβάνετε;

Ρ.Λ: Μου αρέσει να έχω σωστή οργάνωση στο παιχνίδι, και η οργάνωση δεν σημαίνει απλά να αμύνεσαι σωστά, η οργάνωση μετρά και στο πως αμύνεσαι, αλλά και στο πως επιτίθεσαι. Η οργάνωση είναι το πως αναπτύσσεσαι, πως πιέζεις, και το πως επιτίθενται οι παίκτες στα τελευταία 16-18 μέτρα από την αντίπαλη εστία, εκεί όπου χρειάζεται να έχει και τα προσόντα και το «κρύο αίμα» για να πετύχεις το στόχο σου. Επίσης προσπαθώ οι παίκτες μου να ξέρουν ακριβώς τι πρέπει να κάνουν σε κάθε ενδεχόμενο, όταν έχουν την μπάλα ή και όταν δε την έχουν.

Θ.S: Υπάρχουν προπονητές που παλαιότερα ήταν παίκτες και μάλιστα τερματοφύλακες όπως εσείς και ίσως τους βοήθησε αυτό το γεγονός να «διαβάζουν» καλύτερα τον αντίπαλο. Πόσο σημαντική θεωρείτε ότι είναι για έναν προπονητή η σωστή ανάλυση του αντιπάλου;

Ρ.Λ: Δεν γνωρίζω πως δουλεύουν και εάν έχουν βοηθηθεί άλλοι προπονητές από την ποδοσφαιρική τους καριέρα στο επίπεδο μας πάντα, αλλά ξέρω πως κάθε ομάδα ξέρει ακριβώς το στυλ παιχνιδιού του κάθε αντιπάλου της. Είναι πολύ σημαντικό να έχει την οργάνωση και την νοοτροπία σου, αλλά είναι επίσης σημαντικό να διαβάζεις πολύ καλά τον αντίπαλο σου, να γνωρίζεις τις αδυναμίες του, αλλά και τα «ατού» του, το που μπορείς να τον χτυπήσεις και τι δεν πρέπει να κάνεις. Πρέπει να είναι έτοιμη η ομάδα του προπονητή, συμπεριλαμβανομένης και της δικιάς μου, να χτυπήσει στις αδυναμίες του αντιπάλου και φυσικά να το κάνει σωστά.

Θ.S: Μιας και μιλάμε για προπονητικά θέματα, μια τακτική που χρησιμοποιήθηκε από αρκετές μεγάλες ομάδες είναι το σύστημα με 3 αμυντικούς, το γνωστό 3-5-2 ή 3-4-3. Εσάς σας αρέσει αυτή η τακτική ή δεν θα την χρησιμοποιούσατε εύκολα;

Ρ.Λ: Οι απλοί φίλαθλοι μιλούν για τακτικές, μόνο για την αμυντική αντιμετώπιση, όμως οι τακτικές δεν είναι μόνο αυτό, οπότε αυτή η ερώτηση θέλει ιδιαίτερη προσοχή. Οι τακτικές σημαίνουν και την επιθετική λειτουργία, την ανάπτυξη και τα τελειώματα μιας ομάδας. Κατά την άποψη μου το 3-5-2 εξαρτάται ξεκάθαρα από την ποιότητα των παικτών. Αν αναλογιστούμε τους δύο πλάγιους, τότε ενδεχομένως αυτό το σύστημα να είναι κάπως πιο επιθετικό, όμως έχουμε δει πολλές φορές να μετατρέπεται και σε 5-3-2 στην άμυνα. Έχω χρησιμοποιήσει και εγώ το 3-4-3 όταν ήμουν στην Ντιναμό Βουκουρεστίου και με αρκετή επιτυχία την χρονιά που φτάσαμε μέχρι και τους προημιτελικούς του Ουέφα, αλλά προτιμώ να έχω στα πλάγια δύο παίκτες, αντί για έναν χαφ, γιατί έτσι δημιουργούνται περισσότεροι δυνατοί συνδυασμοί.

Θ.S: Η Ρουμανία έχει κατά καιρούς βγάλει μεγάλους παίκτες, όπως ο Χάτζι, ο Ποπέσκου και πιο μετά ο Κίβου και ο Μούτου. Πλέον δεν είναι στο ίδιο επίπεδο που ήταν παλαιότερα και δεν έχει τεράστια ονόματα, τι πιστεύετε ότι φταίει για αυτό;

Ρ.Λ: Καταρχήν πιστεύω ότι ο πρώτος λόγος που δεν έχουμε πλέον τα μεγάλα ονόματα που είχαμε παλιά, είναι ο τρόπος με τον οποίο «εκπαιδεύονται» οι νέοι ποδοσφαιριστές, δεν παίρνουν τις απαραίτητες γνώσεις και δεν έχουν το ίδιο πάθος και την θέληση να δουλέψουν σκληρά και να διακριθούν. Ένα άλλος λόγος που έχει πέσει το ποδόσφαιρο της Ρουμανίας είναι και οι διοικητικοί παράγοντες των ομάδων, γιατί υπόσχονται υπέρογκα ποσά σε ποδοσφαιριστές για να υπογράψουν συμβόλαιο με την προοπτική του να προκριθούν στις Ευρωπαϊκές διοργανώσεις, αλλά δεν σκέφτονται τι θα γίνει αν δε το καταφέρουν αυτό, ότι ίσως δε πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους ή ακόμα χειρότερα χρεοκοπήσουν.

Θ.S: Ποια ήταν η αντίδραση του πατέρα σας όταν του είπατε πως θα ασχοληθείτε και εσείς με την προπονητική;

Ρ.Λ:  Στα 32 μου χρόνια είχα μερικές δυσκολίες στην ποδοσφαιρική μου καριέρα απο τους τραυματισμούς, και τότε σχέφτηκα τι θα κάνω από εδώ και πέρα, θα κοιτάξω το τώρα και θα συνεχίσω το ποδόσφαιρο ή θα αναλογιστώ το μέλλον και πως θα πορευθώ σε αυτό; Αρχικά είχα ξεκινήσει ως απλός μάνατζερ στην Ντιναμό Βουκουρεστίου, όπου ταυτόχρονα για μια χρονιά ήμουν και ο αντιπρόεδρος της ομάδας. Παρ’όλα αυτά είναι ήταν μια καλή δουλειά, ένιωθα ότι κάτι μου έλειπε, και αυτός ήταν ο λόγος που πήρα την απόφαση την επόμενη χρονιά να ασχοληθώ με την προπονητική. Ο πατέρας μου δεν μου είπε κάτι, αλλά έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση μου, γιατί μεγάλωσα μέσα στις προπονήσεις και τα γήπεδα και αυτό με βοήθησε. Αγαπώ το ποδόσφαιρο, παθιάζομαι με αυτό, αλλά είναι αλήθεια ότι έχουν υπάρξει στιγμές που λες, τέρμα δεν μπορώ άλλο, το παρατάω και θα κάτσω να ηρεμήσω με την οικογένεια μου ήσυχος. Βέβαια μέσα σε μια ώρα το πολύ, πάντοτε το ξανασκέφτομαι και το μετανιώνω.

Θ.S: Σας αγχώνει η σύγκριση με τον πατέρα σας; Το βάρος του ονόματος; Φαντάζομαι πως έχοντας τόσο επιτυχημένο προπονητή ως πατέρα, θα θέλατε να του μοιάσετε ίσως και στον τρόπο που προπονεί, αλλά και σε αυτά που έχει πετύχει…

Ρ.Λ: Αγαπώ τον πατέρα μου, μεγάλωσα με αυτόν στα γήπεδα και στο σπίτι, και μπορώ να πω, πως ζούσα και εγώ από μικρός στο ίδιο επίπεδο με αυτόν, τις νίκες του, αλλά και τις ήττες του. Αλλά όχι δεν θα ήθελα να μοιάσω απαραίτητα στον πατέρα μου. Είμαι ο Ραζβάν Λουτσέσκου, είμαι ο εαυτός μου, έχω τις δικές μου ιδέες. Βέβαια δεν μπορώ να πω, πως δεν έχω χρησιμοποιήσει όσα έχω μάθει από αυτόν. Το 80% των τακτικών μου, της φιλοσοφίας και της νοοτροπίας που έχω είναι κατά βάθος από αυτόν, και το 20% το έχω καλλιεργήσει εγώ ο ίδιος. Αλλά είμαστε διαφορετικές περιπτώσεις, εκείνος είχε εμπειρία ως παίκτης σε υψηλά επίπεδα και σε άλλη θέση, κάτι που τον βοήθησε και στις γνωριμίες και στον προπονητικό του χαρακτήρα αργότερα. Πιστεύω όμως ότι έχω ήδη τις εμπειρίες που αυτός είχε στην ηλικία μου. Έχω φτάσει τον ημιτελικό του ΟΥΕΦΑ, έχω κατακτήσει δύο φορές του Κύπελλο, έκανα πολύ καλές πορείες στο πρωτάθλημα της Ρουμανίας, ανέλαβα την Εθνική της Ρουμανίας και έφτασα μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου εδώ στην Ελλάδα με την Ξάνθη.

Θ.S: Αλήθεια, να φανταστώ ότι αυτές θεωρείτε πως είναι οι καλύτερες στιγμές στην καριέρα σας ως προπονητής; Πως θα τις ιεραρχούσατε;

Ρ.Λ: Είναι πολύ δύσκολο να απαντήσω και να ξεχωρίσω κάποιες στιγμές, αλλά αν πρέπει να επιλέξω κάποιες τότε θα έλεγα πως μια ιδιαίτερη στιγμή στην καριέρα μου είναι ο τελικός και η κατάκτηση του Κυπέλλου με την Ντιναμό Βουκουρεστίου το 2007 στην Τιμισοάρα, γιατί ήξερα από πριν πως αυτό θα ήταν το τελευταίο μου ματς με την ομάδα, ήξερα ότι ήταν το αποχαιρετηστήριο παιχνίδι και ήταν κάτι ιδιαίτερο γιατί άφησα την ομάδα με μια πολύ σημαντική νίκη. Μια άλλη ιδιαίτερη στιγμή είναι και η νίκη στο Ντόνετσκ με την για το Κύπελλο Ουέφα και όχι μόνο γιατί αντιμετώπισα ως αντίπαλος τον πατέρα μου, αλλά για διάφορους λόγους. Τέλος, όπως ανέφερα, η πρόκριση στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος με την Ξάνθη και κυρίως η νίκη επί του Παναθηναϊκού στον προημιτελικό στην Λεωφόρο.

Θ.S: Πως περνάγατε τον ελεύθερο χρόνο σας στην Ξάνθη, αυτά τα τρία χρόνια;

Ρ.Λ: Αρκετό χρόνο τον πέρναγα και τον περνάω σπίτι μου, και κάποιες φορές βγαίνω με τον Γιάννη Παπαδημητρίου ή τον Γιώργο Κασναφέρη για φαγητό ίσως, αλλά και με κάποιους φίλους που έχω κάνει εδώ στην Ξάνθη και θα μείνουν για πάντα στην καρδιά μου.

Θ.S: Θα κλείσω με το δεύτερο μέρος της ερώτησης που ξεκίνησα. Για την πιο δύσκολη στιγμή αυτής της τριετίας. Βρεθήκατε στην Ελλάδα σε μια περίοδο μεγάλης κρίσης, με τις τράπεζες να κλείνουν και την χώρα να μπαίνει σε capital controls. Εσείς βέβαια, ζείτε στην Ξάνθη, σε μια πόλη που είναι γενικά πιο ήσυχη από τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, όμως και πάλι δεν γλιτώσατε κάποια παρατράγουδα, όπως όταν έγινε η γνωστή εμπρηστική επίθεση στο αυτοκίνητό σας…

Ρ.Λ: Γνωρίζεις για αυτή την ιστορία ε; (χα χα) Ναι, συνέβη, ήταν ένα δυσάρεστο γεγονός, αλλά δεν θέλω πλέον να το θυμάμαι και να το συζητάω. Καλύτερα ρωτήστε την αστυνομία για περισσότερες λεπτομέρειες. Εγώ θα ήθελα να κλείσω αυτήν την συνέντευξη τονίζοντας ότι μου αρέσει πολύ η Ελλάδα, και η Ξάνθη. Νιώθω υπέροχα όλα αυτά τα τρια χρόνια που είμαι στην Ξάνθη και είμαι ευγνώμων στους ανθρώπους της για τις όμορφες στιγμές που μου χάρισαν και τις οποίες θα κουβαλάω πάντα μέσα στην ψυχή μου…