Ανήλικοι παραβάτες του ΚΟΚ «τιμωρούνται» μέσω… μαθημάτων στο Νομό Ροδόπης

 

Επέλεξε το αναμορφωτικό μέτρο παρακολούθησης μαθημάτων κυκλοφοριακής αγωγής, αντί της άσκησης ποινικής δίωξης, επιδιώκοντας να εξυπηρετήσει μια βασική ανάγκη στην ειδική πρόληψη σ’ ότι αφορά στην παραβατικότητα των ανηλίκων.

Η πρωτοβουλία ανήκει στην Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ροδόπης Κωνσταντίνα Ε. Μελισσάρη, η οποία «τιμωρεί» τους ανήλικους παραβάτες του ΚΟΚ μέσω…μαθημάτων. Την ίδια στιγμή τα στοιχεία που προκύπτουν για την εμπλοκή ανηλίκων σε τροχαία ατυχήματα, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου.

Συγκεκριμένα από το τμήμα Μηνύσεων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ροδόπης σε συνεργασία με το τμήμα Τροχαίας Κομοτηνής προκύπτει ότι από τις 16.09.2014 μέχρι και σήμερα έχουν σχηματισθεί 150 δικογραφίες σε βάρος ανηλίκων προσώπων για παραβάσεις του ΚΟΚ, έλαβαν χώρα 21 τροχαία ατυχήματα με θύματα ανήλικους οδηγούς. Σε 91 περιπτώσεις η εισαγγελέας Πρωτοδικών Ροδόπης Κωνσταντίνα Ε. Μελισσάρη χωρίς να ασκήσει ποινική δίωξη σε βάρος τους ανήλικων επέλεξε την εφαρμογή του άρθρου 45 Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, επιβάλλοντας στους ανήλικους παραβάτες το αναμορφωτικό μέτρο παρακολούθησης μαθημάτων κυκλοφοριακής αγωγής το οποίο πραγματοποιείται και υλοποιείται χάρη στο υποστηρικτικό πλαίσιο που παρέχεται από την Αστυνομική Διεύθυνση Ροδόπης και ιδιαίτερα από τον διοικητή και τους αξιωματικούς του τμήματος Τροχαίας Κομοτηνής.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ 45Α ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Το άρθρο 45Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δίνει τη δυνατότητα στον εισαγγελέα να απέχει από την ποινική δίωξη αν ο ανήλικος τελέσει αξιόποινη πράξη που είναι πταίσμα ή πλημμέλημα, εφόσον κρίνει ότι υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη αλλά και από την όλη προσωπικότητα του ανηλίκου η άσκηση της ποινικής δίωξης δεν είναι αναγκαία για να συγκρατηθεί ο ανήλικος από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Επίσης προβλέπεται ότι στον ανήλικο μπορούν να επιβληθούν με διάταξη του εισαγγελέα ένα ή περισσότερα από τα μη ιδρυματικά αναμορφωτικά μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 122 του Ποινικού Κώδικα.
Με την ίδια διάταξη ορίζεται και η προθεσμία συμμόρφωσης του ανηλίκου, στην περίπτωση δε, που ο ανήλικος συμμορφωθεί με τα επιβληθέντα μέτρα και τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν, ο εισαγγελέας ενεργεί, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 43 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δηλαδή αρχειοθετεί την υπόθεση (χωρίς να ασκήσει ποινική δίωξη σε βάρος του ανήλικου) ζητώντας σχετική έγκριση από τον εισαγγελέα Εφετών. Αν ο ανήλικος δεν συμμορφωθεί με τα επιβληθέντα μέτρα και υποχρεώσεις κινείται η ποινική δίωξη. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, είναι πλέον παγιωμένη στην έννομη τάξη η αντίληψη ότι, δεν προσδίδεται σε μια αποδοκιμαστέα συμπεριφορά νεαρού ατόμου η ίδια απαξία με μια ανάλογη και με παρόμοια εξωτερικά χαρακτηριστικά συμπεριφορά ενηλίκου ατόμου, καθώς η ικανότητα προς καταλογισμό στο ποινικό δίκαιο στηρίζεται στην παραδοχή ότι αυτή είναι αποτέλεσμα μακράς εξελικτικής διαδικασίας και διαδικασίας κοινωνικοποίησης που ο ανήλικος δεν έχει προλάβει να βιώσει επαρκώς. Βέβαια η παντελής και πλήρης αποφυγή κυρώσεων σε κάθε περίπτωση απέναντι σε ανηλίκους δράστες εκτιμάται ως ακατάλληλη και αυτό γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο διακυβεύονται αφενός τα άξια προστασίας συμφέροντα του θύματος και αφετέρου η ανάπτυξη μίας υπεύθυνης και με κοινωνική συνείδηση προσωπικότητες των ανηλίκων.

Η ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού καταστολής (εν προκειμένω του Εισαγγελέα Πρωτοδικών) έχει ως σκοπό να καταστήσει σαφές στον ανήλικο ότι, οι κανόνες του ποινικού δικαίου που ρυθμίζουν την κοινωνική συμπεριφορά είναι δεσμευτικοί και δεν μπορούν να παραβιάζονται χωρίς έννομες συνέπειες. Τούτη η παραδοχή όμως οφείλει στις μέρες μας να φωτίζεται υπό το πρίσμα της αρχής της επικουρικότητας, η οποία απορρέει από την ιδέα της διαπαιδαγώγησης που διακατέχει το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο ανηλίκων και απαιτεί περιορισμούς της αρχής της νομιμότητας από σταθμίσεις σκοπιμότητας. Έτσι σε αντίθεση με την άσκηση της ποινικής δίωξης σε βάρος ανηλίκων, που λόγω της δεσμευτικότητάς της από την αρχή της νομιμότητας η αξιολόγηση της προσωπικότητας του δράστη δεν ενδιαφέρει τον εισαγγελέα, στους ανηλίκους είναι απαραίτητη μια πρώτη διάγνωση της προσωπικότητας του ανηλίκου, των περιστάσεων τέλεσης του αδικήματος αλλά και της αξιολόγησης του οικογενειακού του περιβάλλοντος. Η πρώτη αυτή επαφή του εισαγγελέα με τον ανήλικο δράστη έχει περισσότερο τα χαρακτηριστικά και τη μεθοδολογία μιας ιατρικής προσέγγισης ενός έκτακτου περιστατικού και λιγότερο μιας νομικής προσέγγισης.

Για το λόγο αυτό απαιτείται πάντοτε πλην του ανηλίκου δράστη ο εισαγγελέας να έρχεται σε επαφή με τους γονείς του, η πρώτη τους δε επαφή πρέπει να γίνεται ερήμην των αστυνομικών αρχών ούτως ώστε να γίνεται διακριτός ο ρόλος του Εισαγγελέα από αυτόν των αστυνομικών αρχών. Ανάλογα με το βαθμό ενσυναίσθησης του ανηλίκου και με αποκλειστικό στόχο την κινητοποίηση της ευθύνης, ο εισαγγελέας μπορεί να κινηθεί έχοντας κατά νου την επιλογή της πολιτείας να αντιδρά με την ηπιότερη δυνατή ή με τη λιγότερο επώδυνη κατά περίπτωση παρέμβαση. Η αποκαλούμενη παρέκκλιση από την τυπική διαδικασία (Diversion) είναι η νέα σύγχρονη τάση στο χώρο του ποινικού δικαίου των ανηλίκων. Η αρχή της κατά το δυνατόν ελάχιστης παρέμβασης και ιδίως η αρχή της επικουρικότητας της τυπικής διαδικασίας στο πεδίο του δικονομικού δικαίου των ανηλίκων σημαίνει ότι η κίνηση της ποινικής δίωξης και κατ’ επέκταση η διαδικασία στο ακροατήριο καθίσταται ανώφελη όταν διαπιστώνεται ότι λόγω της ελαφράς φύσης του αδικήματος ή λόγω του συμπτωματικού χαρακτήρα του στην πορεία κοινωνικοποίησης του ανηλίκου θα καθιστούσε δυσανάλογα επαχθή τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας.

Ήδη πολλαπλές έρευνες σε συγκρίσιμες ομάδες εγκλημάτων και δραστών έχουν καταδείξει ότι οι άτυπες περατώσεις της διαδικασίας στο πλαίσιο της παράκαμψης της ποινικής διαδικασίας υπερέχουν από ειδικοπροληπτική άποψη των τυπικών κυρώσεων που επιβάλλονται από δικαστήριο με απόφαση που εκδίδεται μετά από ακροαματική διαδικασία. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει σαφώς από τη σύγκριση των υποτροπών των ανηλίκων παραβατών. Εξάλλου ήδη οι νεότερες έρευνες αποδεικνύουν ότι η τέλεση ελαφρών εγκλημάτων κατά την περίοδο της εφηβείας αποτελεί από στατιστική άποψη ένα μάλλον σύνηθες φαινόμενο σε όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση, γεγονός που δεν επιβεβαιώνει την έως τούδε παγιωμένη αντίληψη ότι η παραβατικότητα θα συνεχιστεί και μετά την ενηλικίωση ή ότι οφείλεται απαραιτήτως σε ελλιπή διαπαιδαγώγηση και ως εκ τούτου χρήζει της κίνησης μιας μαζικής παρέμβασης για τη σωτηρία του ανηλίκου. Αντίθετα με την ωρίμανση του ανηλίκου και τη μετάβαση του στην ενηλικότητα οι επεισοδιακές αυτές συμπεριφορές τείνουν να εξαφανίζονται.

Με βάση τις ερευνητικές αυτές διαπιστώσεις η χάραξη πλέον της αντεγκληματικής πολιτικής σ΄ ότι αφορά στους ανηλίκους για την αντιμετώπιση της ελαφράς και μέσης βαρύτητας εγκληματικότητας γίνεται πάνω στον άξονα αποχή από την τυπική διαδικασία, αποδικαστηριοποίηση, αποεγκληματοποίηση, αποιδρυματοποίηση και ακριβοδίκαιη δίκη ή αλλιώς με βάση τις αρχές που είναι ευρύτερα γνωστές ως οι κανόνες του Πεκίνου. Με την απόφαση 45/166 της 18-12-1990 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών έθεσε τις κατευθυντήριες γραμμές για το ρόλο των εισαγγελέων, σύμφωνα με τις οποίες οφείλουν να εξετάζουν με μεγάλη περίσκεψη και προσοχή την πιθανότητα αποχής από την άσκηση της ποινικής δίωξης, με ή χωρίς όρους και με απόλυτο σεβασμό στα δικαιώματα τόσο του δράστη όσο και του θύματος. Κινούμενη προς την κατεύθυνση αυτή η γνωμοδότηση του Συμβουλευτικού Συμβουλίου των Ευρωπαίων Εισαγγελέων που συγκλήθηκε στο Ερεβάν (πρωτεύουσα της Αρμενίας), γνωστή και ως Διακήρυξη του Ερεβάν, προτείνει μια σειρά μέτρων υλοποίησης της Σύστασης Rec 19 του Συμβουλίου της Ευρώπης αλλά και του ψηφίσματος της Επιτροπής Υπουργών για την καθιέρωση μιας δικαιοσύνης φιλικής προς τα παιδιά. Συμπέρασμα και στόχος όλων των προαναφερομένων παρεμβάσεων είναι να καταστεί η ποινική δίωξη σε βάρος των ανηλίκων ως ultima ratio.

Ο Έλληνας νομοθέτης υιοθέτησε για πρώτη φορά με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3189/2003 για την αναμόρφωση της ποινικής νομοθεσίας ανηλίκων ένα πιο ευέλικτο σύστημα στη διεκπεραίωση των ποινικών υποθέσεων ανηλίκων, κάμπτοντας το ισχύον σύστημα της νομιμότητας υπέρ αυτού της σκοπιμότητας, ειδικότερα προσέθεσε το ευρέως γνωστό αλλά όχι και τόσο εφαρμοστέο στην πράξη άρθρο 54Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Η σημαντική αυτή ρύθμιση πέραν του γεγονότος ότι μετατρέπει τον Εισαγγελέα σε κεντρική μορφή του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης σε ανηλίκους, ορίζοντας τον ως πρωταγωνιστή στο πεδίο της παράκαμψης της ποινικής διαδικασίας στους ανηλίκους, εξυπηρετεί μια βασική ανάγκη στην ειδική πρόληψη σ’ ότι αφορά στην παραβατικότητα των ανηλίκων.
Τούτη είναι η αμεσότητα. Αυτή η άμεση πολιτειακή απάντηση στην παράβαση του ανηλίκου λειτουργεί αποφασιστικά στη νοητική και ψυχολογική σύνδεση της διαδικασίας με την πράξη του ανηλίκου.

 

Πηγή: xronos.gr