Ο Ραζβάν Λουτσέσκου όπως δεν τον έχετε ξανακούσει! Μια ξεχωριστή και άκρως αποκαλυπτική συνέντευξη 2834 λέξεων

 

Ανταπόκριση από την Ξάνθη: Δημήτρης Καλτέκης

Ο Ραζβάν Λουτσέσκου δεν είναι ιδιαίτερα «φαν» του να δίνει συνεντεύξεις και όταν το κάνει, στις καθιερωμένες συνεντεύξεις τύπου, οι δηλώσεις του περιστρέφονται γύρω από το ποδόσφαιρο και αναλύσεις αγώνων. Και στην πρόσφατη συνέντευξη τύπου που παραχώρησε εξάλλου ενόψει της έναρξης της νέας σεζόν, μίλησε για την ομάδα της Ξάνθης, τους παίκτες, τους στόχους και την υπόλοιπη ποδοσφαιρική επικαιρότητα.

Έτσι, στη συνέντευξη που εξασφάλισε αποκλειστικά η εφημερίδα «Εμπρός» με τον Ρουμάνο προπονητή της Ξάνθης, η συζήτηση περιστράφηκε και σε άλλα ζητήματα περισσότερο προσωπικά, ώστε να μάθουμε κάποιες πληροφορίες για τη ζωή και την καριέρα του, όπως το ξεκίνημα του στην προπονητική, τις γνώσεις που αποκόμισε από τον πατέρα του, Μιρτσέα Λουτσέσκου και τη μεταξύ τους σχέση, την καθημερινότητα του στην Ξάνθη, την αγάπη του για τα ζώα μιας και ο 47χρονος τεχνικός διακατέχεται από έντονα φιλοζωικά αισθήματα και πολλά ακόμη ενδιαφέροντα θέματα. Αναλυτικά η συνέντευξη με τον Ραζβάν Λουτσέσκου:

«Ε»: Ας πάμε πίσω περίπου 14 χρόνια όταν ξεκινήσατε την προπονητική σας καριέρα. Ο πατέρας σας, Μιρτσέα Λουτσέσκου ήταν ήδη τότε ένας γνωστός και επιτυχημένος προπονητής. Σας συμβούλεψε κάτι ή σας είπε κάποια «μυστικά» για την προπονητική στο ξεκίνημα σας;

Ρ.Λ.: «Όχι δεν θυμάμαι να κάνει κάτι τέτοιο. Αλλά θυμάμαι πως όταν ήμουν σχεδόν 32 ετών, είχα δύο τραυματισμούς και εγχειρήσεις και άρχισα να σκέφτομαι για το μέλλον μου. Είχα θέσει στον εαυτό μου το ερώτημα τι θα κάνω για εμένα και την οικογένεια μου στο μέλλον. Αποφάσισα πως έπρεπε να σταματήσω την ποδοσφαιρική μου καριέρα (σ.σ. ο Ραζβάν Λουτσέσκου υπήρξε τερματοφύλακας το διάστημα 1987-2003 με παρουσία σε πολλούς ρουμάνικους συλλόγους και συνολικά 243 συμμετοχές σε επαγγελματικό επίπεδο) και να κάνω κάτι που θα μου επέτρεπε να έχω μία καλή ζωή. Η αρχική πρόταση που είχα ήταν να είμαι μάνατζερ στη Ραπίντ Βουκουρεστίου όπου είχα παίξει ένα χρόνο. Δέχθηκα και για ένα χρόνο είχα αυτή την εμπειρία όπου ασχολιόμουν με όλα τα θέματα του συλλόγου. Όμως είδα ότι αυτό δεν ήταν αυτό που μου άρεσε. Ήταν μία δουλειά περισσότερο «γραφείου», όμως αυτό που ήθελα ήταν να βρίσκομαι στον αγωνιστικό χώρο. Έτσι αποφάσισα να ακολουθήσω την προπονητική. Εκείνο το διάστημα παρακολούθησα μαθήματα σε σχολή προπονητών στη Ρουμανία αποκτώντας το δίπλωμα προπονητή και στη συνέχεια είχα την τύχη να παρακολουθήσω σχολή προπονητών στη Γερμανία για κάποιους μήνες, κάτι που μου άλλαξε όλη την οπτική γύρω από την προπονητική στο ποδόσφαιρο, αποκτώντας παράλληλα αρκετές γνώσεις και σχετική εμπειρία».

Συνεχίζοντας την… εξιστόρηση της πορείας του στο ποδόσφαιρο, ο Ραζβάν Λουτσέσκου μεταφέρθηκε – νοητά – ακόμη πιο πίσω χρονικά, όταν νεαρό παιδί ακόμη παρακολουθούσε από κοντά τον πατέρα του σε πάγκους ομάδων. Ο Ραζβάν Λουτσέσκου αναφέρει:

Ρ.Λ.: «Στο πρώτο μέρος της ζωής μου, όταν είχα και την πρώτη επαφή με το ποδόσφαιρο, ήταν όταν ήμουν 7-8 ετών και ο πατέρας μου, ως ποδοσφαιριστής τότε στην Hunedoara, σε μία ομάδα που είχε έδρα σε μία μικρή πόλη της Ρουμανίας, όπως η Ξάνθη στην Ελλάδα, με έπαιρνε πάντα μαζί του στις προπονήσεις αλλά και σε αγώνες. Λίγο καιρό μετά ο ίδιος ανέλαβε προπονητής στον ίδιο σύλλογο για τρία χρόνια και συνέχισα να τον ακολουθώ σχεδόν παντού, σε εντός αλλά και εκτός έδρας αγώνες. Έτσι άρχισα να καταλαβαίνω το πώς είναι η ζωή ως μέλος μίας ποδοσφαιρικής ομάδας και έζησα πολλές καταστάσεις, έχοντας αναμνήσεις και εμπειρίες από τότε. Έβλεπα τον πατέρα μου στις προπονήσεις, να προετοιμάζει την ομάδα και τον τρόπο δουλειάς του.

Αργότερα οι δρόμοι μας χώρισαν καθώς ο πατέρας μου ανέλαβε την Εθνική Ρουμανίας και μετακόμισε στο Βουκουρέστι ενώ εγώ έπρεπε να μείνω εκεί για να συνεχίσω τις σπουδές μου αλλά και τις προπονήσεις μου, ενώ αργότερα όταν ανέλαβε τη Ντιναμό Βουκουρεστίου, εγώ ως παίκτης ήμουν σε αντίπαλη ομάδα του Βουκουρεστίου, τη Σπόρτουλ.

Εκείνο το διάστημα δεν είχα την ευκαιρία να δω «από μέσα» το πώς εργάζεται σε μία ομάδα. Ορισμένες φορές, όταν είχα μικρά διαλλείματα, είχα την ευκαιρία να τον βλέπω από κοντά, όμως για λίγες ημέρες.

Από την άλλη πλευρά ήμουν τυχερός που μπορούσα πολλά απογεύματα να είμαι μαζί του και όποτε μιλούσε για το ποδόσφαιρο τον άκουγα με προσοχή, πιστεύω ότι χωρίς να το επιδιώκει και να το γνωρίζει μου τραβούσε την προσοχή για την προπονητική».

Οι «κόντρες» με τον Μιρτσέα και ο απολογισμός

Στη συνέχεια ο Ραζβάν Λουτσέσκου αναφέρθηκε στις πέντε συνολικά φορές που βρέθηκε αντίπαλος με τον Μιρτσέα, ως παίκτης και ως προπονητής κάνοντας και τον σχετικό… απολογισμό. Ο 47χρονος τεχνικός ανέφερε:

Ρ.Λ.: «Όταν εντέλει μετά από κάποια χρόνια αποφάσισα να ακολουθήσω προπονητική καριέρα δεν μου είπε «ναι είναι καλή ή όχι αυτή η απόφαση». Πάντα μου έδινε την ευκαιρία μέσα από τη δική μου εμπειρία να παίρνω τις αποφάσεις μου και να επιλέγω αυτό που σκεφτόμουν και έβλεπα ως καλύτερη προοπτική για εμένα.

Επίσης από τότε που ξεκίνησα την προπονητική, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω λιγοστές φορές προπονήσεις του, λόγω του περιορισμένου χρόνου και των δυο μας.

Θα μπορούσα να πω ότι μέσα από την οικογενειακή μας σχέση και βρισκόμενος κοντά του έμαθα πολλά για τη φιλοσοφία γύρω από το ποδόσφαιρο, το πώς να «χτίζεις» ομάδες, να παίρνεις αποφάσεις και να ετοιμάζεις σωστά μία ομάδα για κάποιον αγώνα. Αλλά για το αν μου έδωσε συγκεκριμένες συμβουλές, όχι, δεν ήταν η κατάλληλη χρονική στιγμή για να γίνει αυτό.

Μπορεί τώρα πλέον, ως προπονητές και οι δύο, να συζητάμε για διάφορα θέματα, αλλά είναι δύσκολο να δώσει συμβουλές σε κάποιον που βρίσκεται σε διαφορετικό πρωτάθλημα, με διαφορετική δυναμική ομάδων και διαφορετικές καταστάσεις.

Αυτό που κάνουμε συνήθως όταν βρισκόμαστε είναι να μιλάμε γενικά για την εμπειρία στα πρωταθλήματα, τη φιλοσοφία, την κουλτούρα των χωρών και προσωπικές μας ιστορίες. Εξάλλου μπορεί να έχουμε εργαστεί σε ίδιες ομάδες, όπως η Εθνική Ρουμανίας και η Ραπίντ Βουκουρεστίου, αλλά σε εντελώς διαφορετικές χρονικές στιγμές, κι έτσι ακόμη και μία σύγκριση ανάμεσα στις δύο ομάδες που προπονήσαμε και οι δύο είναι δύσκολη».

«Ε»: Ωστόσο έχετε συνυπάρξει στο ίδιο γήπεδο, είτε ως προπονητής – παίκτης ή ως αντίπαλοι προπονητές;

Ρ.Λ.: «Θυμάμαι τέσσερα επίσημα παιχνίδια όπου βρεθήκαμε αντίπαλοι, ο Μιρτσέα ως προπονητής κι εγώ ως τερματοφύλακας όπου νίκησε στα τρία κι εγώ σε ένα. Ως προπονητές βρεθήκαμε αντίπαλοι μία φορά σε μία στιγμή που ήταν και από τις σημαντικότερες στην οικογένεια μας, και νομίζω στην ιστορία του ρουμάνικου ποδοσφαίρου, καθώς πατέρας και γιος βρέθηκαν αντίπαλοι τεχνικοί σε επίσημο παιχνίδι του Europa League, εγώ ως προπονητής της Ραπίντ και αυτός ως προπονητής της Σαχτάρ Ντόνετσκ, όπου μάλιστα η ομάδα μου αναδείχθηκε νικήτρια με σκορ 0-1 μέσα στην Ουκρανία. Με τη μορφή που είχε τότε το κύπελλο UEFA, με ομίλους των πέντε ομάδων, υπήρξε μία και μοναδική «κόντρα» ανάμεσα μας. Θυμάμαι την ίδια χρονιά αντιμετωπίσαμε στον ίδιο όμιλο τον ΠΑΟΚ τον οποίο νικήσαμε 1-0, ενώ στο τέλος η Ραπίντ τερμάτισε στην 1η θέση και η Σαχτάρ στη 2η, παίρνοντας αμφότερες το εισιτήριο της πρόκρισης».

«Ε»: Ποια είναι η «συνταγή» για έναν επιτυχημένο προπονητή;

Ρ.Λ.: «Το σημαντικότερο πιστεύω πως είναι η υπομονή και η αγάπη γι’ αυτή τη δουλειά, καθώς αν διαθέτει αυτά είναι έτοιμος να δώσει τα πάντα για το ποδόσφαιρο. Πολύ σημαντικό είναι επίσης να μελετάει πολύ και συστηματικά, να παρακολουθεί άλλους προπονητές, άλλες ομάδες, να προσπαθεί να μαθαίνει απ’ οτιδήποτε και να βελτιώνεται. Αυτά είναι νομίζω τα σημαντικότερα για να είναι πετυχημένος και σε υψηλό επίπεδο για μεγάλο διάστημα».

«Ε»: Μιλώντας για ποδόσφαιρο, πιστεύετε στην τύχη ή όλα είναι θέμα τακτικής και ικανοτήτων;

Ρ.Λ.: «Η τύχη είναι πολύ σημαντική στο ποδόσφαιρο. Αλλά πιστεύω ότι ένας προπονητής πρέπει να είναι δυνατός χαρακτήρας και να γνωρίζει πώς να αντιδράσει ακόμη και στις χειρότερες καταστάσεις και να μην τα παρατάει ποτέ. Να είναι ικανός να αντιστρέψει το κλίμα μετά από μία πολύ δύσκολη κατάσταση και να παραμένει σεμνός στις μεγάλες επιτυχίες».

«Αρχικά ήμουν αρνητικός στο να έρθω στην Ξάνθη όμως πλέον νιώθω δικαιωμένος από την απόφαση»

Ο προπονητής της Ξάνθης στη συνέντευξη του στο «Ε» μίλησε και για την απόφαση να έρθει στην ομάδα της πόλης μας, αν και αρχικά δεν ήταν ιδιαίτερα θετικός στο να έρθει στην Ελλάδα.

«Ε»: Μετά από την προπονητική σας εμπειρία στη Ρουμανία και το Κατάρ επιλέξατε την Ξάνθη. Πως πήρατε την απόφαση να συνεχίσετε εδώ την καριέρα σας;

Ρ.Λ.: «Ήταν μόλις δύο ημέρες αφού έφυγα από την Πετρολούλ και ένας φίλος από τη Θεσσαλονίκη, ο Γιώργος Βούγιας, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να έρθω στην Ελλάδα για την Ξάνθη. Θυμάμαι ήταν Παρασκευή και ήταν πολύ «φρέσκια» η αποχώρηση μου από την Πετρολούλ. Αρχικά δεν ήθελα να έρθω, καθώς μόλις δύο ημέρες μετά την Πετρολούλ θα έπρεπε να αλλάξω εντελώς καταστάσεις και να έρθω σε ένα διαφορετικό πρωτάθλημα, έτσι είχα αρχίσει να σχεδιάζω τα πλάνα μου για την επόμενη σεζόν. Όμως ο φίλος μου επέμενε και με πήρε περίπου πέντε φορές για να καταφέρει να με πείσει στο τέλος της ημέρας να έρθω και να συναντήσω τον κ. Πανόπουλο. Μία ημέρα μετά, το Σάββατο, ταξίδεψα αεροπορικώς από το Βουκουρέστι στη Θεσσαλονίκη και από εκεί οδικώς με τον φίλο μου στην Αλεξανδρούπολη, όπου συνάντησα τον κ. Πανόπουλο. Είχαμε μία πολύωρη συζήτηση, μαζί με τον τεχνικό διευθυντή της ομάδας και φίλο μου Γιάννη Παπαδημητρίου, μετά φάγαμε δείπνο και ζήτησα από τον κ. Πανόπουλο διορία 24 ωρών για να επιστρέψω στη Ρουμανία και να μιλήσω με τη σύζυγο μου και τον επί μία 10ετία συνεργάτη μου Ντιέγκο Λόνγκο, το ενδεχόμενο να έρθουμε στην Ελλάδα.

Θυμάμαι ότι όταν βρισκόμουν στην πτήση για το Βουκουρέστι σύγκλινα περισσότερο στο να μην έρθω στην Ελλάδα και να ακολουθήσω το αρχικό μου πλάνο και τις προοπτικές για παραμονή μου στη Ρουμανία. Αλλά στο σπίτι όταν συζητήσαμε τις προοπτικές αποφασίσαμε ότι υπήρχε ενδιαφέρον για να έρθουμε στην Ελλάδα. Έτσι απάντησα θετικά και θυμάμαι ότι την Τρίτη, ήρθαμε οδικώς με τον βοηθό μου Ν. Λόνγκο, στην Ξάνθη για να πιάσουμε δουλειά.

Έως τώρα μπορώ να πω ότι ήταν μία πολύ όμορφη και ενδιαφέρουσα εμπειρία, είμαι πολύ χαρούμενος στην Ξάνθη, έχω αποκτήσει πολύ καλούς φίλους και έχω συναντήσει έναν πολύ ξεχωριστό άνθρωπο, τον κ. Πανόπουλο, με τον οποίο διατηρούμε πολύ καλές σχέσεις και νομίζω ότι είναι ένας από τους λόγους που παρέμεινα εδώ γι’ αυτό το χρονικό διάστημα των δύο ετών, καθώς στην αρχή δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι θα διαρκούσε τόσο η παραμονή μου εδώ και συνεχίζεται».

«Ε»: Πως σας φαίνεται η ζωή στην πόλη της Ξάνθης και τι κάνετε στον ελεύθερο χρόνο σας;

Ρ.Λ.: «Είναι ένα ήσυχο και «ζεστό» μέρος, όποτε βγαίνω έξω απολαμβάνω την ηρεμία. Είναι μία πόλη που σε κάνει να νιώθεις πολύ όμορφα και απολαμβάνω τη ζωή εδώ. Στον ελεύθερο χρόνο μου, μου αρέσει να χαλαρώνω, καθώς υπάρχει έντονη και διαρκής πίεση στις προπονήσεις, τους αγώνες, είμαι απόλυτα συγκεντρωμένος στη δουλειά μου τις υπόλοιπες ημέρες, ταξιδεύουμε αρκετά με τα εκτός έδρας παιχνίδια και υπάρχει έντονη κούραση. Έτσι όταν δεν έχουμε υποχρεώσεις μου αρέσει να χαλαρώνω είτε πηγαίνοντας για περπάτημα, ή τζόκινγκ τριγύρω από την πόλη απολαμβάνοντας τη φύση. Επίσης κάποιες φορές βγαίνω έξω για καφέ ή για να δειπνήσω».

«Ε»: Έχετε κλείσει δύο χρόνια παρουσίας στην Ξάνθη με θετικό απολογισμό, συμπεριλαμβανόμενης της παρουσίας της ομάδας στον τελικό του κυπέλλου. Τι να περιμένουμε από εδώ κι έπειτα;

Ρ.Λ.: «Όπως όλοι μας έτσι κι εγώ έχω όνειρα. Όλα είναι πιθανά στο ποδόσφαιρο. Τις προηγούμενες χρονιές χτίσαμε ένα καλό σύνολο και ήμασταν δύσκολος αντίπαλος για όλες τις άλλες ομάδες. Πριν έρθω η ομάδα κινδύνεψε σε τρεις περιπτώσεις με υποβιβασμό, υπήρχε πίεση την οποία προσπαθούμε συνεχώς να αποβάλλουμε από τους παίκτες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παίζουμε καλά και να έχουμε επιτυχίες απέναντι στους «μεγάλους» του πρωταθλήματος, όμως σε αρκετές περιπτώσεις να δυσκολευόμαστε με ομάδες με τους ίδιους στόχους μ’ εμάς. Μέσα από τη δουλειά καταφέραμε να είμαστε σε ένα γκρουπ ομάδων με τις λιγότερες ήττες και να αποβάλλουμε την πίεση. Έτσι δεν θέλω να μιλήσω για κάτι συγκεκριμένο για να μη φορτώσω με πίεση τους παίκτες. Σίγουρα πρωταρχικός στόχος είναι να σώσουμε την κατηγορία το συντομότερο ώστε να αποβάλλουμε την πίεση κι έπειτα να βλέπουμε για το βήμα παραπάνω αγώνα με αγώνα».

«Ε»: Την πρώτη χρονιά σας εδώ υπήρχαν παίκτες «σταρ», όπως ο Κλέιτον και ο Ομπόντο. Πέρσι δεν συνέβη το ίδιο με την ομάδα να στηρίζεται στη συνολική προσπάθεια. Με ποιον από τους παραπάνω δύο τρόπους προτιμάτε να εργάζεστε;

Ρ.Λ.: «Θα πρέπει να ξέρετε ότι οι παίκτες φέρνουν τα αποτελέσματα. Η δουλειά στις προπονήσεις και οι τακτικές τους βοηθάνε, όμως οι παίκτες με ποιότητα κάνουν τη διαφορά στο γήπεδο. Γι’ αυτό μου αρέσει να εργάζομαι με ποιοτικούς παίκτες, έτσι εδώ στην Ξάνθη προσπαθούμε να έχουμε ποιοτικούς παίκτες, βασιζόμενοι πάντα στις δυνατότητες και τα όρια μας. Λόγω των περιστάσεων δεν είναι εύκολο να έχουμε παίκτες «σταρ», γνωστούς στο ευρύ φίλαθλο κοινό, κι έτσι προσπαθούμε μέσα από τη δουλειά να φτιάξουμε ένα «σφιχτό», ποιοτικό και δυνατό σύνολο, ικανό για όλα. Οι παίκτες πρέπει να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις. Αυτό είναι κάτι που με ικανοποιεί εδώ στην Ξάνθη αυτά τα δύο χρόνια και το 3ο που ξεκινάει. Ότι όλοι οι παίκτες προσπαθούν πάντα για το καλύτερο και τα δίνουν όλα, δίνοντας ώθηση στους συμπαίκτες τους».

«Ε»: Ποιος είναι κατά τη γνώμη σας ο κορυφαίος εν ενεργεία προπονητής στον κόσμο και ποιος ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής;

Ρ.Λ.: «Είναι πολύ δύσκολο για εμένα να πω ποιος είναι ο κορυφαίος προπονητής στον κόσμο. Υπάρχουν πολλοί που είναι στο υψηλότερο επίπεδο και έχουν το πλεονέκτημα να εργάζονται με κορυφαίους ποδοσφαιριστές. Υπάρχουν και άλλοι που εργάζονται σε χαμηλότερες κατηγορίες ή μικρότερες ομάδες όμως με τη δουλειά και τις επιτυχίες αποδεικνύουν ότι είναι καλοί προπονητές. Εξαρτάται από πολλά το ποιος είναι καλός προπονητής, καθώς δεν μπορούμε να συγκρίνουμε διαφορετικές καταστάσεις. Υπάρχουν διαφορές ακόμη και σε ομάδες που είναι σε πρωταθλήματα της Ανατολικής Ευρώπης με αυτές σε πρωταθλήματα όπως της Ισπανίας, της Γερμανίας, της Αγγλίας κλπ. Γι’ αυτό δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιος είναι ο κορυφαίος προπονητής. Όμως μπορώ να πω ότι θαυμάζω τη φιλοσοφία του Πεπ Γκουαρδιόλα και τον τρόπο δουλειάς και σκέψης του στο ποδόσφαιρο. Προσπαθώ να παρακολουθώ τον τρόπο δουλειάς στις προπονήσεις του και μπορώ να πω ότι έχω πάρει πολλά απ’ αυτόν. Μου αρέσει επίσης ο Αντόνιο Κόντε, ο Κάρλο Αντσελότι και ο Ουνάι Έμερι που οδήγησε τη Σεβίλλη σε τρεις κατακτήσεις του Europa League. Όπως επίσης και τον πατέρα μου, Μιρτσέα Λουτσέσκου, ο οποίος έκανε μία φανταστική δουλειά στην Ουκρανία, σε μία ομάδα που μέχρι το 2004 όταν πήγε είχε μόλις ένα πρωτάθλημα και την οδήγησε σε οκτώ ακόμη εγχώριους τίτλους και ένα ευρωπαϊκό (Europa League) κύπελλο. Ακόμη και αν δεν μου αρέσει ο Μουρίνιο στη συμπεριφορά του, θεωρώ ότι είναι ένας φανταστικός προπονητής.

Όσον αφορά τους κορυφαίους παίκτες, χωρίς αμφιβολία είναι οι Λίο Μέσι και Κριστιάνο Ρονάλντο. Μπορεί ο πρώτος να είναι πιο ομαδικός παίκτης και ο δεύτερος πιο εγωιστής, όμως αμφότεροι θέλουν να κατακτούν τα πάντα και δείχνουν συνέχεια την τεράστια ποδοσφαιρική τους κλάση βοηθώντας τις ομάδες τους με διαφορετικό τρόπο. Μετά απ’ αυτό το δίδυμο ο 3οςκαλύτερος παίκτης εναλλάσσεται ανά χρονικά διαστήματα, άλλοτε θεωρώ ότι ήταν ο Τσάβι, ο Ινιέστα, ο Σέρχιο Ράμος, πέρσι και φέτος ο Γκρίεζμαν, παλιότερα ο Πίρλο…».

«Ε»: Ποια είναι η αγαπημένη σας κουζίνα;

Ρ.Λ.: «Μου αρέσει να τρώω ελαφριά οπότε είναι δύσκολο να επιλέξω κάποια κουζίνα συγκεκριμένα. Για παράδειγμα η ελληνική κουζίνα είναι φανταστική και τρομερά γευστική, όπως και η ρουμάνικη, και οι δύο όμως γι’ αυτό το λόγο είναι κάπως «βαριές». Λόγω του ότι υπήρξα ποδοσφαιριστής και ακολουθούσα συγκεκριμένο διατροφολόγιο, εξακολουθώ να το κάνω και προτιμώ να τρώω ελαφριά».

«Ε»: Αγαπημένο ελληνικό φαγητό;

Ρ.Λ.: «Όλοι οι τύποι τυριών που μαγειρεύονται με διαφορετικούς τρόπους είναι πεντανόστιμα και μου αρέσουν ιδιαίτερα καθώς στη Ρουμανία δεν είχαμε συνηθίσει να τρώμε κάτι τέτοιο. Επίσης μου αρέσουν πολύ τα κρέατα και ειδικότερα παραδοσιακά φαγητά της περιοχής εδώ».

«Ε»: Αγαπημένο είδος κινηματογράφου/ταινιών;

Ρ.Λ.: «Μου αρέσει πολύ να παρακολουθώ ταινίες. Ίσως τα δύο πράγματα που παρακολουθώ σχεδόν αποκλειστικά στην τηλεόραση είναι ποδοσφαιρικοί αγώνες και ταινίες. Δεν έχω κάποια αγαπημένη ταινία μου αρέσουν πολλές και όλων των ειδών, περισσότερο όμως οι ιστορικές ταινίες, αυτές που είναι βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα και περιστρέφονται κυρίως γύρω από πολιτικά πρόσωπα και οι περιπέτειες».

«Ε»: Αγαπημένο είδος μουσικής;

Ρ.Λ.: «Μου αρέσουν όλα τα είδη μουσικής, κυρίως η Pop μουσική. Όμως δεν ακούω αποκλειστικά Pop. Όταν π.χ. πάω για τρέξιμο μπορεί να ακούσω Pop, ή όπερα, ή παραδοσιακή μουσική, ή blues κ.α. Όπως επίσης μου αρέσει πολύ η ελληνική μουσική και να ακούω ελληνικά τραγούδια».

«Ε»: Το αγαπημένο σας βιβλίο;

Ρ.Λ.: «Διαβάζω πολλά βιβλία με βιογραφίες, ειδικότερα το τελευταίο διάστημα για τις ζωές προπονητών. Όπως του Γκουαρντιόλα, τη ζωή του Μουρίνιο, του Αντσελότι, του Βενγκέρ. Αυτό το διάστημα διαβάζω ένα βιβλίο για τη ζωή του Άλεξ Φέργκιουσον. Επίσης ένα βιβλίο που διάβασα πρόσφατα και με εντυπωσίασε αφορούσε το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς μου αρέσουν και τα ιστορικά βιβλία. Γενικά διαβάζω πολύ και δεν μπορώ να επιλέξω κάποιο τίτλο βιβλίου».

«Ε»: Μάθαμε ότι αγαπάτε ιδιαίτερα τα ζώα. Πόσα έχετε στην κατοχή σας;

Ρ.Λ.: «Στο Βουκουρέστι έχω έξι κουνέλια (παλιότερα ήταν 10 αλλά τέσσερα πέθαναν) που είναι οικογένεια. Έχω ένα σκυλί (παλιότερα δύο) και τρεις γάτες που το επόμενο διάστημα θα τις φέρει η σύζυγος μου εδώ στην Ελλάδα καθώς τις έχω ιδιαίτερη αδυναμία. Εδώ στην Ξάνθη φροντίζω άλλα δύο σκυλιά και τέσσερις γάτες που έχω στην αυλή του σπιτιού μου (σ.σ. τη φροντίδα και περίθαλψη των κατοικίδιων του Ρ. Λουτσέσκου έχει αναλάβει ο Ξανθιώτης κτηνίατρος Χρήστος Χατζηγιαννάκης-Σταθμού 16) και τα αγαπώ σαν… παιδιά μου».