Η γλαφυρή περιγραφή του Γιάννη Γιαγκίνη σε 2.411 λέξεις για τις 17 μαγικές μέρες στο Ρίο

 

Ο Γιάννης Γιαγκίνης πλέον χαρακτηρίζεται ως ίσως ένας από τους ελάχιστους έλληνες δημοσιογράφους με ειδικότητα τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Στο Ρίο ντε Τζανέιρο βρέθηκε καλύπτοντας για πέμπτη φορά την κορυφαία αθλητική διοργάνωση.

Η πρώτη ήταν το 2000 στο Σίδνεϊ για λογαριασμό του “Παρατηρητή της Θράκης”. Για λογαριασμό του ίδιου μέσου και άλλων με τα οποία στο μεσοδιάστημα συνεργάστηκε, κάλυψε και τους αγώνες του 2004 στην Αθήνα, του 2008 στο Πεκίνο, του 2012 στο Λονδίνο, αναζητώντας και αναδεικνύοντας θρακιώτικες πτυχές.

Από το Sportsfeed, μια ιστοσελίδα που επίσης ειδικεύεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες και τα ολυμπιακά αθλήματα, του ζητήθηκε να περιγράψει την εμπειρία του Ρίο. Χρειάστηκαν 2.411 λέξεις, όπως έγραψε ο ίδιος στο facebook, για να αποτυπώσει μέρος των σκέψεών του – και άφησε πολλά απέξω.

Άλλωστε δεν είναι εύκολο να περιγραφούν με λόγια οι στιγμές που βιώνει κάποιος διαπιστευμένος δημοσιογράφος σε αυτές τις 17 μέρες, ένας από τους μόλις 5 Έλληνες που βρέθηκαν στο Ρίο (και είχε την ευκαιρία να φωτογραφηθεί με όλους τους πρωταγωνιστές των αγώνων). Το άρθρο του έχει ως εξής:

 

Η Δευτέρα μετά την τελετή λήξης είναι πάντα μελαγχολική. Συχνά βροχερή. Σαν Μεγάλη Παρασκευή. Η Τρίτη… ακόμα χειρότερα. Είναι οι μέρες που συνειδητοποιείς ότι ο παραμυθένιος κόσμος που ζούσες επί δύο εβδομάδες, δεν θα μείνει για πάντα έτσι. Και δεν πρέπει να μείνει, γιατί αλλιώς δεν θα είχαν αυτήν την ξεχωριστή αξία οι 17 ημέρες και νύχτες που με προσμονή περιμένεις κάθε τέσσερα χρόνια. Ήδη ο νους, ταξιδεύει στο Τόκιο, φορτωμένος όμως πλέον με πολλές, πάρα πολλές αναμνήσεις από το Ρίο.

Οι δημοσιογράφοι στο κέντρο Τύπου είναι πλέον ελάχιστοι, καθώς οι περισσότεροι παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Κάποιοι λίγοι μένουν να πατάνε πλήκτρα στα κομπιούτερ, εδώ όπου όλες τις προηγούμενες μέρες ο χώρος έσφυζε από ζωή. Ήταν άλλωστε το επίκεντρο του κόσμου. Ή σχεδόν το επίκεντρο, γιατί αυτοί οι Ολυμπιακοί είχαν χίλια καλά, αλλά είχαν και ορισμένα (πολύ) κακά. Και ένα από αυτά ήταν η τουλάχιστον αποτυχημένη διασπορά των σημαντικών venues των Αγώνων.

Για πρώτη φορά στα χρονικά το Ολυμπιακό στάδιο όπου διεξήχθη ο στίβος, ο βασιλιάς, δεν βρισκόταν μέσα στο Ολυμπιακό πάρκο, που θεωρείται η καρδιά των εκάστοτε Αγώνων. Αλλά επίσης για πρώτη φορά, τουλάχιστον από όσες μπορώ εγώ να θυμηθώ, αυτό το στάδιο δεν ταυτίστηκε με εκείνο όπου βρισκόταν ο βωμός όπου έκαιγε η ιερή φλόγα. Αλλού οι τελετές έναρξης και λήξης, αλλού ο στίβος, αλλού το επίκέντρο των άλλων αθλημάτων και μαζί τα κέντρα Τύπου και ραδιοτηλεόρασης.

Τι σημαίνει αυτό για έναν δημοσιογράφο; Πολλές, ατελείωτες ώρες στα λεωφορεία και τις μεταφορές. Περίπου δυόμισι, τρεις, ενίοτε και περισσότερες. Κάθε μέρα. Βάλτε και τις αναμονές αυτών των λεωφορείων, καθώς ειδικά το πρώτο διάστημα οι Βραζιλιάνοι κάθε άλλο παρά… Λονδρέζοι αποδείχθηκαν στην τήρηση του προγραμματισμού τους. Κοινώς, η δουλειά έπρεπε να βγει τις περισσότερες φορές εκεί. Όχι στο Κέντρο Τύπου ή τα δημοσιογραφικά θεωρεία των γηπέδων. Μέσα στα λεωφορεία. Τα πληκτρολόγια έπαιρναν φωτιά.

Ανέκαθεν για έναν δημοσιογράφο που καλύπτει διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων οι μετάκινήσεις είναι η στιγμή που μπορείς να εκμεταλλευθείς για να γράψεις βιαστικά ένα κείμενο ή για να… κοιμηθείς. Όταν όμως σου αποσπούν τόσο μεγάλο διάστημα από το καθημερινό σου 24ωρο, θα τα κάνεις και τα δύο. Αλλιώς δεν θα αντέξεις. Και για όποιον ρωτήσει γιατί δεν προτιμούσαμε την λύση του ταξί, η απάντηση είναι απλή, πέρα από το αυτονόητο κόστος. Το ταξί δεν μετακινείται στις Ολυμπιακές λωρίδες, σε αντίθεση με τα λεωφορεία για τους διαπιστευμένους δημοσιογράφους. Μια φορά κάναμε το τόλμημα για να πάμε ένα απόγευμα, μετά το τέλος του πρωινού προγράμματος, από το Ολυμπιακό Στάδιο του στίβου στο Ολυμπιακό πάρκο της πλειοψηφίας των άλλων αθλημάτων. Απόσταση 25 χιλιομέτρων περίπου, που το λεωφορείο κάλυπτε σε μισή ώρα, ανάλογα με την κίνηση. Δεν το προλάβαμε όμως και επειδή βιαζόμασταν είπαμε να δοκιμάσουμε αυτήν την λύση, αντί να περιμένουμε για το επόμενο. Μέγα λάθος. Φτάσαμε στον προορισμό μας τρεις ώρες μετά. Και βλέπαμε μέσα από το ταξί στην διπλανή λωρίδα «τα άλλα λεωφορεία να περνούν» (για να παραφράσω και ένα αγαπημένο τραγούδι από τις «Τρύπες»).

Παρεμπιπτόντως, αυτό συνέβη το Σάββατο που ολοκληρωνόταν η κολύμβηση και είχε μόλις ξεκινήσει ο στίβος. Η απόφαση που είχα λάβει ήταν να θυσιάσω να μην δω την θρυλική κούρσα στα 10 χιλιόμετρα του Μο Φάρα για να απολαύσω το τελευταίο χρυσό μετάλλιο του Μάικλ Φελπς. Φυσικά, δεν έφτασα ποτέ στην ώρα που έπρεπε για να πάρω το απαραίτητο εισιτήριο (γιατί ναι, αν δεν το ξέρετε, ακόμα και εμείς οι διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι για κάποια γεγονότα που θέλουμε όλοι να πάμε, χρειάζεται να εξασφαλίσουμε ένα μαγικό χαρτάκι). Να γυρίσω πίσω στον στίβο για τον Φάρα ήταν πλέον αργά. Έμεινα έξω από το κολυμβητήριο, να παρακαλάω σαν ικέτης να με αφήσουν να μπω. Με είδαν να μένω εκεί πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι λεπτά, μισή, μια ώρα μετά την έναρξη του προγράμματος, οπότε εμφανίστηκε κάποια στιγμή ο λεγόμενος venue manager με ένα εισιτήριο, «για να ανταμείψω την ειλικρίνειά σου να μην προσπαθήσεις να μπεις αλλά και την επιμονή σου να περιμένεις εδώ τόση ώρα». Μεταξύ μας, και όλη τη νύχτα θα περίμενα για να είμαι ανάμεσα σε αυτούς που θα προσέφεραν το τελευταίο χειροκρότημα για το τέλος ενός μύθου. Και εννοείται ότι αυτό το εισιτήριο θα γίνει κορνίζα, μαζί με εκείνα από τα οκτώ χρυσά του Φελπς στο Πεκίνο!

Την επομένη από αυτό το αντίο στον τεράστιο Φελπς, είχε την κούρσα του επίσης τεράστιου Μπολτ. Μην με βάλετε να συγκρίνω, δεν μπορώ και δεν το θέλω κιόλας. Είχα και την ιδέα να φτιάξουμε έναν ειδικό στίβο, να τρέξουν 200 μέτρα και στο τέλος τους να πέφτουν στο νερό για να κολυμπήσουν άλλα 50, για να ανακαλύψουμε τον καλύτερο, ωστόσο όσο και αν σήκωνα το χέρι μου τόσο στις συνεντεύξεις του Φελπς όσο και του Μπολτ για να κοινοποιήσω αυτήν την ευφιέστατη ιδέα μου, δεν μου δόθηκε ποτέ ο λόγος για να προτείνω αυτό το «δίαθλο». Έμεινα όμως με την γλύκα ότι ήμουν παρών σε αυτές τις συνεντεύξεις. Κυρίως όμως, πιο πριν στις κούρσες, στις απονομές, στις δηλώσεις στη μεικτή ζώνη, στο απλόχερο και ειλικρινές χειροκρότημα του κόσμου. Έστω και αν την βραδιά που ο Μπολτ κέρδισε τα 100 δεν θα την θυμάμαι τόσο για αυτήν καθεαυτήν την νίκη του (έχω δει και άλλες καλύτερες), όσο για το εξωπραγματικό 43.03 του Γουέιντ Βαν Νίκερκ που προηγήθηκε. Και για τις τεράστιες ουρές που είχαν σχηματιστεί πιο πριν έξω από το στάδιο, που τις άλλες μέρες ήταν μισοάδειο, αλλά στην βραδιά του Μπολτ (και του Βαν Νίκερκ) δεν έπεφτε καρφίτσα. Όλοι ήθελαν να είναι εκεί. Άσημοι που πλήρωσαν 200 ευρώ, αλλά και… διάσημοι, που όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν πλήρωσαν τίποτα, αφού ήρθαν ως προσκεκλημένοι (αθλητών ή και κυρίως χορηγών).

Δυστυχώς, σε αντίθεση με αυτό που νομίζει ο πολύς κόσμος, ο δημοσιογράφος που καλύπτει Ολυμπιακούς Αγώνες ζει ορισμένες έντονες στιγμές, χάνει ωστόσο τις… περισσότερες. Όλα γίνονται ταυτόχρονα και σε διαφορετικά σημεία και χρειάζεται να επιλέξει τι θα δει και τι όχι. Ενίοτε δεν έχει και τον χρόνο να απολαύσει ακόμα και αυτό που έχει επιλέξει να δει, αφοσιωμένος στο πληκτρολόγιό του. Παρόλα αυτά, λίγος χρόνος έμεινε για να μαγευτώ από την εγκατάσταση του μπιτς βόλεϊ στην Κοπακαμπάνα και την ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε στη μία και μοναδική μεταμεσονύχτια αναμέτρηση που πήγα να δω (γυναικών ευτυχώς), αλλά όσο και αν το επιθυμούσα, δεν μπόρεσα να ξαναπάω. Όπως δεν μπήκα ούτε μια μέρα να δω έστω ένα σετ αγώνα βόλεϊ στο Μαρακαναζίνιο, αν και πέρνανα απέξω κάθε πρωί και κάθε βράδυ καθότι σε εκείνην την περιοχή έμενα (ή σχεδόν κάθε πρωί και κάθε βράδυ, γιατί υπήρξαν και νύχτες που δεν πρόλαβα να πάω για ύπνο και έμεινα σερί στο κέντρο Τύπου, όπως νομίζω αρκετοί άλλοι δημοσιογράφοι). Μόλις μια φορά βρέθηκα στο τένις και αυτή βιαστική, χαζεύοντας λίγο Ναδάλ και Κέρμπερ (σε κανέναν δεν έφερα τελικά γούρι). Ούτε μια μέρα δεν πήγα στο μπάσκετ – αλλά να πω και την μαύρη μου αλήθεια, σε Ολυμπιακούς Αγώνες δεν με ενδιέφερε κιόλας.

Δεν είδα πολλά από όσα είχε την δυνατότητα να παρακολουθήσει κάποιος από την τηλεόραση του σπιτιού του. Όμως δεν πειράζει. Γιατί δεν αντικαθίστανται οι στιγμές που έβλεπες Έλληνες αθλητές να διαπρέπουν και αυτονόητα αποτελούσαν την προτεραιότητά μου. Πιο έντονα μου έχει μείνει ο Εθνικός Ύμνος στο χρυσό της Άννας Κορακάκη, για χάριν της οποίας ανακαλύψαμε άπαντες την. Είχαμε 12 χρόνια να τον ακούσουμε. Τον Πετρούνια τον είχαμε λίγο… σιγουράκι, την Στεφανίδη την περιμέναμε και αυτήν, αλλά όπως και να το κάνουμε, αντικειμενικά έχει άλλη αξία ο Εθνικός Ύμνος όταμ ακούγεται στον «βασιλά» των αθλημάτων. Τους Μάντη – Καγιαλή είχα την ευκαιρία να τους δω και πριν την medal race, οπότε και τους ανακάλυψαν άπαντες. Νομίζω όμως ότι αυτό που δεν θα ξεχαστεί εύκολα είναι οι στιγμές στην κούρσα του Γιαννιώτη. Στην Κοπακαμπάνα πάλι, αλλά πρωί αυτή τη φορά, με τον απλό κόσμο να είναι με μαγιό και να ρίχνει τις βουτιές του και εμείς από δίπλα να αγωνιούμε για την υπερπροσπάθειά του.

Φυσικά και δεν είχαμε εικόνα του τι γίνεται. Και εμείς από τις οθόνες αυτό που βλέπατε και εσείς βλέπαμε. Όταν όμως ο Σπύρος μπήκε στην τελική ευθεία, για κάποιον λόγο είχα ξεμείνει στα δημοσιογραφικά κάτω από ντάλα ήλιο μόνος Έλληνας, με κάτι ξένους μπροστά μου να περιγράφουν με έκσταση τον τερματισμό στα κανάλια τους. Νομίζω ότι από κάποια στιγμή και έπειτα πέρναγαν στα δικά τους μικρόφωνα τα δικά μου ουρλιαχτά. Όταν τα ανεπίσημα αποτελέσματα τον έδειξαν πρώτο, κόντευα να τρελαθώ. Έτρεχα πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά. Δεν ήξερα που πήγαινα. Δεν ήταν και εύκολη εγκατάσταση για να κινηθείς, έμοιαζε λίγο λαβύρινθος. Μου πήρε ώρα για να καταλάβω ότι τελικά ήταν δεύτερος και η αλήθεια είναι ότι εγώ απογοητεύθηκα. Πιο πριν όμως, στην ιδέα της πρωτιάς, είχα βουρκώσει – και νομίζω δεν ήμουν μόνος. Όσοι τουλάχιστον ήμασταν μπροστά στο ξέσπασμα του Γιαννιώτη και στο Λονδίνο, ήταν αδύνατο να συγκρατήσουμε τα δάκρυα και τα συναισθήματα εκείνη την στιγμή. Φέτος ήμασταν μπροστά και στο ξέσπασμα της Σοφίας Ασουμανάκη, όταν πήρε με την Κατερίνα Νικολαΐδου την τέταρτη θέση στο διπλό σκιφ της κωπηλασίας, αλλά εκείνο το ξέσπασμα του Γιαννιώτη ήταν άλλο. Ένας γίγαντας που λύγιζε και ζήταγε συγνώμη από τον κόσμο γιατί δεν κατάφερε κάτι για το οποίο πάλεψε μόνος.

Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω το μεγαλείο του Σπύρου, όταν χαμογελαστός έλεγε ότι δεν τρέχει και τίποτα που βγήκε δεύτερος και όχι τελικά πρώτος, προσπαθώντας μάλλον αυτός να… παρηγορήσει εμάς. Εκείνος ήταν χαρούμενος. Επιτυχημένος. Ευτυχισμένος. Δεν ήταν πλεονέκτης. Αντίθετα, θα έλεγε κανείς ότι έδειξε σχετικά εκνευρισμένος όταν έμαθε για την διαδικασία της ένστασης που είχε αρχίσει να κινεί το αρχηγείο της ελληνικής αποστολής, ελπίζοντας να δοθούν δύο χρυσά. Ανήσυχος έτρεξε αμέσως να την ακυρώσει εν τη γενέσει της. «Το χρυσό το αξίζει ο Ολλανδός, εγώ βγήκα δεύτερος και μου αρκεί. Δεν θέλω κάτι που δεν αξίζω». Πόσο τεράστια μαγκιά χρειάζεται για να το πει κάποιος αυτό; Και το είπε, όταν αντιλήφθηκε τι γίνεται από τους Ελληναράδες παράγοντες – που συνήθιζαν να κατακλύζουν τις εγκαταστάσεις όπου υπήρχε πιθανότητα μεταλλίου και άφηναν στην… μοίρα τους όσους αθλητές πήγαιναν απλά για την συμμετοχή ή έτρεχαν με μόνο στόχο να… τερματίσουν.

Μεγάλο θέμα και αυτό, αλλά αξίζει μια παρένθεση γιατί την έζησα από πρώτο χέρι. Μαραθώνιος. Πέντε αθλητές είχαμε σε άνδρες και γυναίκες. Τερμάτισαν και οι πέντε. Ως γεγονός και μόνο, είναι σημαντικό, γιατί παραδοσιακές άλλες δυνάμεις είδαν τους δικούς τους αθλητές να… καταρρέουν. Εμάς άντεξαν. Τουλάχιστον, μέχρι τον τερματισμό! Ωστόσο είχαμε και εμείς μία περίπτωση αθλήτριας που κατέρρευσε αφού πέρασε την γραμμή, μεταφέρθηκε με φορείο και ήταν έτοιμη να πάει και νοσοκομείο, ξεχασμένη ωστόσο από την υπόλοιπη ελληνική αποστολή, πλην φυσικά των συναθλητριών της που είχαν τερματίσει νωρίτερα και ενός όλου κι όλου παράγοντα της οικείας ομοσπονδίας που βρισκόταν εκεί και προσπαθούσε να διαχειριστεί την κατάσταση. Ούτε γιατροί ούτε φυσιοθεραπευτές ούτε τίποτα από την υπόλοιπη ελληνική αποστολή των παραγόντων και συνοδών για τα αγόρια και τα κορίτσια που έτρεξαν 42.195 μέτρα υπό αντίξοες συνθήκες, παρόλο που εκείνες τις ώρες δεν υπήρχαν αλλού ελληνικές συμμετοχές που να δικαιολογούν αυτήν την απουσία.

Αλλά είπαμε. Εκτός αγωνιστικών χώρων, η μεγάλη μάχη γινόταν για τις φωτογραφίες. Ποιος θα προλάβει να φωτογραφηθεί πρώτος με το μετάλλιο και να φωτιστεί από την λάμψη του, δίπλα στον Ολυμπιονίκη που το κατέκτησε. Όχι ότι εμείς οι δημοσιογράφοι κάναμε κάτι αντίθετο, για να προλάβω αντιδράσεις. Και εμείς τα ίδια κάναμε, με πρώτον τον υπογράφοντα. Αλλά όπως και να το κάνουμε, ήταν άκομψο να βλέπεις κοτζαμάν παράγοντες που όλη την ώρα είναι με τους αθλητές, πριν καν τους πουν συγχαρητήρια, να σπεύδουν για φωτογραφία, που σε χρόνο ρεκόρ είχε ανέβει στους προσωπικούς τους λογαριασμούς στο facebook για να αρπάξουν σε αυτούς τα likes που τραβάει η λάμψη των πραγματικών θριαμβευτών. Αλλά έτσι είναι αυτά. Και στο τέλος, μια αλήθεια είναι ότι θα μείνουν αυτές οι φωτογραφίες, για τις όποιες διηγήσεις.

Αυτά όμως για τους έξω. Για τους μέσα, θα μείνουν βαθιά χαραγμένες στο μυαλό πρωτίστως οι αναμνήσεις, που δεν περιγράφονται ούτε με λόγια ούτε με εικόνες. Οι αναμνήσεις από μια μεγάλη γιορτή. Είναι ευλογία να αγαπάς τον αθλητισμό και να μπορείς να παρακολουθείς από κοντά την κορυφαία ανά τετραετία εκδήλωσή του. Και στο Ρίο, παρά τα εμφανή οργανωτικά προβλήματα, έγιναν ωραίοι Ολυμπιακοί Αγώνες. Με σπουδαία ρεκόρ και επιδόσεις – και ας έλειπαν οι Ρώσοι. Και ας υπήρχε πριν ο φόβος του Ζίκα, της ασφάλειας, των μολύνσεων – που έμειναν φόβοι μόνο μέχρι να πατήσουμε το πόδι μας στην Βραζιλία.

Αυτούς λοιπόν τους ωραίους Ολυμπιακούς Αγώνες τους διοργάνωσαν ωραίοι άνθρωποι. Που με τα λίγα που διαθέτουν, κατάφεραν να κάνουν πολλά. Όχι τέλεια, αλλά το προσπάθησαν. Μας χάρισαν απλόχερα τον χορό και το κέφι τους, με τα οποία αντιμετωπίζουν και στην καθημερινότητα τα προβλήματά τους. Μας έκαναν για 17 μέρες να ξεχάσουμε όλα τα άλλα. Τι ωραία που ήταν. Μακριά από μιζέρια, μνημόνια, αγωνία για το πότε θα πληρώσουμε την επόμενη δόση στην εφορία και τα λοιπά συναφή.

Τώρα έρχεται η ώρα που συνειδητοποιείς ότι όλα τα ωραία αργά ή γρήγορα τελειώνουν. Συνήθως γρήγορα. Και μένουν οι αναμνήσεις, που περνούν ανάκατα σαν φιλμ στο μυαλό, την ώρα που επιβιβάζεσαι στο αεροπλάνο της επιστροφής. Μένουν επίσης οι παρέες. Οι νέες φιλίες που δημιουργήθηκαν και οι παλιές που ήδη υπήρχαν και αναθερμάνθηκαν, συνάδελφοι και αθλητές από όλα τα μέρη του κόσμου με τους οποίους συνηθίζουμε να βρισκόμαστε σε τέτοιες διοργανώσεις. Μένουν οι εμπειρίες ζωής, που προστίθενται στις προηγούμενες και αποτελούν την μαγιά για τις επόμενες.

Άλλωστε, ήδη το ραντεβού έχει κλειστεί! Το τέλος των 31ων Ολυμπιακών Αγώνων σηματοδοτεί την έναρξη της αντίστροφης μέτρησης για τους 32ους. Είμαι σίγουρος ότι όποιος ζει από μέσα αυτήν την διοργάνωση έστω μία φορά, είτε ως αθλητής, είτε ως δημοσιογράφος, είτε ως απλός φίλαθλος, όταν έρχεται το τέλος και μπαίνει στο αεροπλάνο για την επιστροφή, κυλά ένα δάκρυ μέσα του, σαν κι αυτό του Μίσα. Και ήδη προσδοκά για την επόμενη.

Και όταν έρθει εκείνη η ώρα (καλά να είμαστε, υγεία να έχουμε) και μας αξιώσει ο Θεός να ξαναμπούμε στο αεροπλάνο για το άλλο μακρινό ταξίδι για την Ιαπωνία, θα υπάρχει και τότε, παρά τις εμπειρίες και τα επιπλέον 4 χρόνια που θα μας βαρύνουν στην πλάτη, αυτή η ανυπομονησία εκείνου του μικρού παιδιού που ταξιδεύει για το άγνωστο περιμένοντας να ζήσει το δικό του παραμύθι των 17 ημερών. Όπως ακριβώς συνέβη την πρώτη φορά, σε εκείνη την πτήση από το παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού (που κάποτε έγινε Ολυμπιακή εγκατάσταση και πλέον είναι κέντρο φιλοξενίας προσφύγων) για το Σίδνεϊ, 16 χρόνια πριν.

Γιατί όσες Ολυμπιάδες και αν περάσουν, κάθε φορά η κάθε παρουσία στους Ολυμπιακούς Αγώνες είναι ξεχωριστή. Με τους δικούς της ήρωες, τις δικές τις επιδόσεις, τις δικές της στιγμές. Και τυχεροί εμείς που όχι απλά ζήσαμε από μέσα αλλά αναλάβαμε και τον ρόλο να καταγράψουμε την Ιστορία. Obrigado Ρίο, こんにちは Τόκιο…