Οι αναμνήσεις και οι… αποκαλύψεις του Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου από τον άθλο του 1987

Πέρασαν 29 χρόνια από την ημέρα που η Ελλάδα μπήκε, για τα καλά, στον… χάρτη των επιτυχιών στο πλαίσιο των ομαδικών αθλημάτων χάρη στην κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Μπάσκετ στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Ήταν 14 Ιουνίου του 1987 όταν η Ελλάδα απέκτησε «πορτοκαλί» συνείδηση και πέτυχε κάτι που, το αμέσως προηγούμενο διάστημα, έμοιαζε ακατόρθωτο, χάρη σε εκείνη τη νίκη με 103-101 επί της Σοβιετικής Ένωσης.

Στο πλευρό του κόουτς Κώστα Πολίτη βρισκόταν ως βοηθός του ο ομότιμος καθηγητής σήμερα στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και πρώην πρόεδρος του ΤΕΦΑΑ Κομοτηνής, ο 35χρονος τότε Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου. «Δεξί» του χέρι και, αργότερα, διάδοχος του στον πάγκο της Εθνικής ομάδας, της οποίας διετέλεσε πρώτος προπονητής από τον Σεπτέμβριο του 1987 μέχρι τον Ιούλιο του 1994 και καθοδήγησε σε 123 αγώνες.

kioumourtzoglouΟ Κιουμουρτζόγλου έχει μείνει συνειδητά μακριά από τους προβολείς τα τελευταία χρόνια, αλλά αποδέχθηκε την πρόσκληση του sdna να θυμηθεί στιγμές, ιστορίες και διδάγματα εκείνου του έπους που συντελέστηκε στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.  Η ομάδα που σταδιακά μπήκε στον αυτόματο πιλότο, ο παροξυσμός του κόσμου, η έμπνευση με τον ιδρώτα, το χαμένο φύλλο αγώνα και η επιτυχία που δεν συγκρίνεται με καμία.

«Το γεγονός είναι πως είχαμε ξεκινήσει, θέλοντας να εκμεταλλευτούμε και την έδρα για να φτάσουμε σε ένα καλό πλασάρισμα. Στην πορεία, όμως, “μπλέχτηκε” μία σειρά παραγόντων» αναφέρει αρχικά ο Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου 29 χρόνια μετά το έπος και εξηγεί: «Παιχνίδι με το παιχνίδι μεγάλωνε ο ενθουσιασμός, οι εμφανίσεις μας έδιναν πίστη και σε όλο το σκηνικό έμπαινε ο κόσμος. Έδιναν μεγάλη δύναμη αυτά τα τρίωρα που κάναμε για να φτάσουμε από τον ξενοδοχείο στο γήπεδο και αντίστροφα. Σιγά-σιγά, προέκυψε το αίσθημα πως υπάρχει όντως η δυνατότητα να πάρουμε το χρυσό. Φυσικά, μιλάμε για μία ομάδα πολύ καλά δουλεμένη, με ορισμένους εξαιρετικούς παίκτες». 

Η ερώτηση που απευθύνεται, αμέσως μετά, στον Έλληνα προπονητή αφορά στο αν υπήρξε κάποια στιγμή που η πίστη έγινε λίγο εντονότερη, τα όνειρα μπήκαν σε πλήρη λειτουργία και το χρυσό βρέθηκε στην μεγάλη εικόνα για τα μέλη της Εθνικής. «Όπως είπα, όλα έρχονταν σιγά-σιγά. Θεωρώ πως το πρώτο νοκ άουτ με τους Ιταλούς ήταν πολύ σημαντικό. Ήταν μία ομάδα που ερχόταν από την πρώτη φάση με 5-0, αλλά ξέραμε πως δεν πρέπει να τη φοβηθούμε και πως είναι στα μέτρα μας. Τους βγάλαμε εκτός και ήρθε η ώρα της Γιουγκοσλαβίας. Εκεί δείξαμε πολλά, γιατί ήταν το 2/2 απέναντί τους. Ακόμα και τότε όμως κανείς δεν ήταν βαθιά συνειδητοποιημένος και πεπεισμένος πως θα καταλήξουμε πρώτοι» παραδέχεται και υπερθεματίζει, βάζοντας στη συζήτηση τον εξωγενή παράγοντα του κόσμου και της παράνοιας που επικρατούσε στον περίγυρο της Εθνικής.

«Στο ξενοδοχείο, δεν υπήρχε ηρεμία. Όλοι οι εξωγενείς παράγοντες δεν μας επέτρεπαν να συγκεντρωθούμε αποκλειστικά στο μπάσκετ και να κάνουμε σκέψεις για τίτλο. Σε τέτοιες συνθήκες, βάζεις μπροστά τον αυτόματο πιλότο. Άλλωστε με όλα τα γύρω-γύρω, την προβολή και την αποθέωση, φτάσαμε σε σημείο να έχουμε περιορισμένο χρόνο ακόμα και για την ξεκούραση μας». 

Μία από τις ιστορίες που μνημονεύονται συχνότερα, από τις ημέρες εκείνου του Ιουνίου, είχε πρωταγωνιστή τον Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου. Ο ημιτελικός με την Γιουγκοσλαβία ήταν σε πλήρη εξέλιξη, το ματς σε τεντωμένο σχοινί και ο Έλληνας προπονητής βρήκε την ψυχραιμία να επιστρατεύσει κάτι… σατανικό. Μία πτώση στην μεριά που αμυνόταν η Εθνική δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε να επικρατήσει σύγχυση στην επόμενη επίθεση των Γιουγκοσλάβων. Τί είχε γίνει;

«Πράγματι, τότε τα έκανα αυτά τα… παραπολιτικά. Κάποιος Γιουγκοσλάβος είχε πέσει μπροστά από τον πάγκο μας και το παρκέ γέμισε ιδρώτα. Εκείνη τη στιγμή, πήραμε την μπάλα για να κατέβουμε στην επίθεση. Με την μπάλα στην άλλη μεριά, ο Γιάννης Μάνας πήγε να καθαρίσει το σημείο. Τον σταμάτησα και του είπα: “Έλα πίσω Γιάννη, άσε τον ιδρώτα”. Αμέσως άρχισα να αναρωτιέμαι τί θα συμβεί αν το ρίσκο δεν βγει και γλιστρήσει κάποιος δικός μας παίκτης. Το ματς ήταν πολύ οριακό και είχα την αγωνία πως θα με πάρουν στο κυνήγι αν πάει κάτι στραβά. Τελικά, γλίστρησε Γιουγκοσλάβος, νομίζω ο Γκρμποβιτς. Αυτό είναι το πεπρωμένο, η τύχη. Καμιά φορά κάνεις κάτι τέτοιο, όταν έχεις την αίσθηση πως οι οιωνοί είναι μαζί σου».

Τελικά, κανείς δεν χρειάστηκε να κυνηγήσει τον Κιουμουρτζόγλου, όπως λέει και ο ίδιος. Αντιθέτως, δεν είναι λίγοι εκείνοι που ακόμα και 29 χρόνια μετά επικαλούνται το τέχνασμά του. Κάπως έτσι, η Ελλάδα έφτασε στον τελικό και δύο ζευγάρια βολών αποδείχθηκαν καθοριστικά στο παιχνίδι με τους Σοβιετικούς. Οι 2/2 προσπάθειες του Λιβέρη Ανδρίτσου έστειλαν το ματς στην παράταση, ενώ η αντίστοιχη ευστοχία του Αργύρη Καμπούρη «υπέγραψαν» το μεθυστικό φινάλε. Ο Έλληνας προπονητής δεν βρίσκει κάποιο από τα δύο ζευγάρια πιο δύσκολο από το άλλο και απαντά κυνικά, αλλά αποτυπώνοντας την ψυχραιμία που… βγήκε μπροστά στα κρίσιμα:

«Δεν πιστεύω πως κάποιο από τα δύο ζευγάρια βολών ήταν πιο δύσκολο. Από τον πάγκο, είναι πιο εύκολο να καταλάβεις πόσο κρίσιμες είναι εκείνες οι στιγμές. Ωστόσο, ο παίκτης δεν έχει τόσο βαθιά επίγνωση πως τώρα είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία. Τόσο ο Λιβέρης, όσο και ο Αργύρης ήταν επαγγελματίες που έχουν μάθει σε μία συγκεκριμένη ρουτίνα. Όπως έδειξε και η έκβαση με την ευστοχία τους, μάλλον δεν ένιωσαν ιδιαίτερη ψυχική πίεση και λειτούργησαν με την εμπειρία τους και πιθανότατα μηχανικά».

«Υπάρχει και κάτι ακόμα που δεν έχω πει πολλές φορές για τον τελικό» θυμάται ο -τότε- άμεσος συνεργάτης του Πολίτη και συνεχίζει με μία ιστορία που περιλαμβάνει πανηγυρισμούς, σύγχυση και ένα… χαμένο φύλλο αγώνα. «Όταν έληξε ο τελικός και ξαφνικά στο παρκέ άρχισε να χάνει η… μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, οι άνθρωποι της γραμματείας έψαχναν κάποιον να δώσουν το φύλλο αγώνα. Εγώ δεν είμαι τύπος των πανηγυρισμών, οπότε βρέθηκα εκεί κοντά και το πήρα. Ωστόσο, τώρα δεν έχω την παραμικρή ιδέα πού είναι. Έτσι η ομοσπονδία έχει στη διάθεσή της αντίγραφο του φύλλου. Υποθέτω πως κάποια στιγμή στο μέλλον, τα παιδιά μου θα το βρουν κάπου».

«Μια ακόμα ιστορία που μπορώ να θυμηθώ συνέβη στο τέλος του αγώνα με τους Σοβιετικούς. Είναι κάτι που είχα… στήσει. Ο πάγκος μας ήταν όλος όρθιος και εγώ τους παρακίνησα να μπουν λίγα μέτρα πιο μέσα για να περιορίσουμε τον χώρο δράσης των αντιπάλων. Πίστευα πως σε τέτοιο σημείο, ο διαιτητής θα το αφήσει να περάσει και θα σκεφτεί: “ασ’ το, να τελειώνουμε”».

Ο Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου ήταν ο προπονητής που ανέλαβε να οδηγήσει την ελληνική ομάδα στα, αμέσως, επόμενα τουρνουά και να διαχειριστεί τις προσωπικότητες των παικτών που γιγαντώθηκαν έπειτα από εκείνη την επιτυχία. Άλλωστε, ήταν πρώτος προπονητής της Εθνικής ομάδας από τον Σεπτέμβριο του 1987 μέχρι το 1994.

«Όλα τα παιδιά, από τότε και στο εξής, απέκτησαν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Κατέκτησαν κάτι πολύ μεγάλο και αντιλήφθηκαν ότι προσέφεραν κάτι σημαντικό στη χώρα. Ένιωσαν πιο σίγουροι για τους εαυτούς τους οι παίκτες. Για να είσαι πρωταθλητής, πρέπει να εισαι εγωιστής. Τότε, η Ελλάδα αυτόματα μπήκε στις μεγάλες ομάδες της Ευρώπης, αφού ακολούθησαν και άλλες πολύ καλές πορείες. Σήμερα που μιλάμε, είναι αυτονόητο στον κόσμο ότι η ελληνική ομάδα είναι top». 

Τι θυμάται από τις αντιδράσεις του κόσμου ένας εκ των πρωταγωνιστών; «Εντάξει, ήταν λογικά όλο αυτά. Οι άνθρωποι ήθελαν να πανηγυρίσουν κάτι που φάνταζε ανεπανάληπτο και συνέβη μπροστά στα μάτια τους. Ακόμα θυμάμαι τις αντιδράσεις του κόσμου, τη λαοθάλασσα που… εμπόδιζε με καλό τρόπο την πορεία μας από και προς το γήπεδο. Είναι σπουδαίες στιγμές αυτές». 

Η άποψη ενός ανθρώπου που είχε ενεργό συμμετοχή σε ορισμένες σπουδαίες πορείες για το ελληνικό μπάσκετ μετρά λίγο περισσότερο από οποιαδήποτε. Επομένως, ο 64χρονος κόουτς δίνει την δική του εκδοχή και απάντηση σχετικά με το αν η επιτυχία του 1987 μπορεί να συγκριθεί με οποιαδήποτε άλλη: «Παρ’ όλο που οι περισσότεροι λένε ότι η πορεία του 89′ ήταν ισάξια με αυτή του 87′, γιατί -αν και δεν ήρθε το χρυσό- παίζαμε εκτός έδρας και με… κομπλέ Γιουγκοσλάβους, εγώ δεν το συμμερίζομαι απόλυτα. Μπορεί να ήμουν αυτός που κοούτσαρε την ομάδα του 89′, αλλά πάντοτε λέω πως η αρχή είναι αυτό που μετράει και τότε ξεκίνησαν όλα. Δεν μπορεί κάτι να το ξεπεράσει αυτό».