Το συγκινητικό και συνάμα διδακτικό “ύστατο χαίρε” του Κώστα Καίσαρη στον Βασίλη Κοντοβαζαινίτη

Με τον δικό του τρόπο αποχαιτέρισε ο Κώστας Καίσαρης τον αντιπρόεδρο της ΠΑΕ Skoda Ξάνθη Βασίλη Κοντοβαζαινίτη. Ενα ξεχωριστό κείμενο από μια ξεχωριστή γραφίδα, για να μαθαίνουν οι νεώτεροι, αλλά και οι παλιού. Γιατί υπάρχουν τελικά πολλά που δεν ξέρουμε και ακόμα περισσότερα που θα πάρει μαζί του, το απόγευμα της Πέμπτης, στην τελευταία του κατοικία, στο Κοιμητήριο Π. Φαλήρου.

Ο Κώστας Καίραρης είναι ίσως ο κορυφαίος αρθρογράφος στον ελληνικό αθλητικό Τύπο. Ήταν ο άνθρωπος που επί χρόνια κρυβόταν πίσω από την θρυλική στήλη του “Αποδυτηριάκια” στον “Φίλαθλο”. Αντιγράφουμε από το κείμενο που δημοσίευσε στην σελίδα του, στο σημερινό Goal:

 

ΗΣΥΧΑΣΕ. Ησύχασε ο Βασίλης Κοντοβαζαινίτης. Ο καρκίνος τον είχε ταλαιπωρήσει πολύ τα τελευταία χρόνια. Στους νεότερους το όνομα Βασίλης Κοντοβαζαινίτης δεν λέει τίποτα. Δημοσιογράφος στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ, δικηγόρος και μάνατζερ, πριν ακόμα υπάρξουν στο ποδόσφαιρο οι μάνατζερ. Δύο εκατομμύρια δραχμές είχε πάρει από τον Νταϊφά, κόβοντας τη σχετική απόδειξη για τη μεταγραφή του Κώστα Ορφανού (φωτό) από τον ΠΑΟΚ στον Ολυμπιακό στις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Ο Βασίλης ήταν από τους πρώτους που βρέθηκαν στον δρόμο μου, όταν ξεκίνησα αυτήν τη δουλειά. Στην πορεία, μάλιστα, οικογενειακός φίλος και καλός φίλος. Η ζωή τα είχε φέρει έτσι και τα τελευταία δέκα χρόνια είχαμε χαθεί. Ηξερα το πρόβλημά του. Δεν του τηλεφωνούσα, γιατί ήθελα να τον θυμάμαι όπως τον ήξερα: Ορθιο. Δυνατό. Με το «καβουράκι», πάντα χαμογελαστό. Δεν είχε τρανταχτά προσόντα ο Βασίλης ούτε σαν δικηγόρος ούτε σαν δημοσιογράφος. Ηταν όμως αξιοπρεπής, εχέμυθος, κύριος στις συναλλαγές του. Και γι’ αυτό κέρδιζε την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό. Οπως και την αγάπη, αφού ήταν εξαιρετικά συμπαθής. Δεν είναι τυχαίο ότι τον εκτιμούσαν αλλά και τον αγαπούσαν όλοι οι συνάδελφοί του δικηγόροι. Ενδεικτικά αναφέρω τον Βασίλη Γκαγκάτση και τον Αργύρη Λίβα. Σε έναν χώρο όπου ο ανταγωνισμός είναι ιδιαίτερα σκληρός. Γι’ αυτό και επιβίωσε στον χώρο και με ιδιαίτερα σημαντική καριέρα μάλιστα.

Αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν το πάθος του για τη ρουλέτα. Το γράφω χωρίς ίχνος υπερβολής: Ο Βασίλης ήταν από τους ελάχιστους αξιοπρεπείς τζογαδόρους. Ετσι και ήσουνα μαζί του στο καζίνο, θα σου έπαιρνε όσα λεφτά είχες απάνω σου. Ολα. Μέχρι τελευταίας δραχμής. Με δεδομένο δηλαδή ότι είχε χάσει τα δικά του, για να συνεχίζει να παίζει. Την άλλη μέρα το πρωί, σου τηλεφωνούσε για να στα δώσει. Το πρωί. Οχι το μεσημέρι.

Σε έναν χώρο που τα συμφέροντα αλλάζουν από μέρα σε μέρα κι ο ανταγωνισμός είναι σκληρός, ο Βασίλης όχι μόνο δεν είχε εχθρούς, αλλά ήταν αγαπητός. Φανατικός Νεοδημοκράτης, με αναφορά στον Αβέρωφ, χωρίς όμως τις περιόδους που ήταν ισχυρός στην ΕΡΤ να έχει πειράξει άνθρωπο. Γι’ αυτό και δεν υπήρξε κανείς που να είχε να πει κακιά κουβέντα. Ο Βασίλης ήταν ένα κομμάτι από τη ζωή μας. Κατ’ αρχάς σαν εκφωνητής στην ασπρόμαυρη τηλεόραση, τα χρόνια της δικτατορίας. Στη συνέχεια σαν σπίκερ ποδοσφαιρικών αγώνων. Ακολούθως, σε καθημερινή βάση στα γραφεία της ΕΠΟ, της ΕΠΑΕ, των αθλητικών δικαστών. Και σαν φίλος. Η δημοσιογραφία δεν ήταν το καλύτερό του. Καριέρα έκανε σαν δικηγόρος και σαν μάνατζερ, όταν όπως είπαμε δεν υπήρχαν μάνατζερ.

Θυμάμαι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Οταν οι αθλητικές εφημερίδες ήταν δύο («Φως», «Ηχώ») κι εγώ δούλευα στον «Ριζοσπάστη». Τηλέφωνο από τον Βασίλη: «Κωστάκη, στις δύο τη νύχτα έρχεται ο Γκόρσκι από την Πολωνία για την ΑΕΚ. Να έρθω να σε πάρω να πάμε στο καζίνο να περάσει η ώρα μέχρι να πάμε στο αεροδρόμιο;». Κι έτσι έγινε. Θυμάμαι ήταν στο αεροδρόμιο για να τον υποδεχθούν ο Νίκος Στράτος κι ο Αρδίζογλου με μια ανθοδέσμη. Πήγαμε τον Γκόρσκι στο ξενοδοχείο το «Παρκ» και στη συνέχεια για ύπνο. Αποτέλεσμα; Ο Γκόρσκι πήγε στον Ολυμπιακό! Μαθαίνει ο Νταϊφάς ότι είχε έρθει ο Γκόρσκι στην Αθήνα για την ΑΕΚ, διώχνει τον προπονητή (αν δεν κάνω λάθος τον Παναγούλια), παίρνει τον Πολωνό και παίρνει και το πρωτάθλημα. Από τη στιγμή που ο Γκόρσκι δεν είχε υπογράψει στην ΑΕΚ, ο Βασίλης σαν δικηγόρος του είχε δικαίωμα να διαπραγματευθεί με τον οποιονδήποτε. Και να κλείσει. Οπως κι έκλεισε.

Είθισται οι μεγάλοι σε ηλικία να αναπολούν το παρελθόν. Οταν είσαι νέος, όλα είναι καλά. Ομορφα κι ωραία. Η ζωή τότε δεν ήταν φανταχτερή. Ηταν ασπρόμαυρη, όπως η τηλεόραση. Ηταν όμως καλύτερη. Ενα κομμάτι σε αυτό το παζλ, που σιγά σιγά διαλύεται και χάνεται, ήταν ο Βασίλης.