Το «γιατί» των μικρών παικτών του Δροσερού για τον… πόλεμο στην Σαμπιχά

Γράφει ο Γιάννης Γιαγκίνης

–  Ενα τεράστιο «γιατί» είχε δει  στα μάτια των παιδιών που έπαιζαν μπάλα η δημοσιογράφος Ιωάννα Ηλιάδη, επισκεπτόμενη το 2010 την περιοχή του Δροσερού Ξάνθης για να ερευνήσει τα λάθη της ελληνικής Πολιτείας στον οικισμό, από τον οποίο κατάγεται η Σαμπιχά Σουλεϊμάν, η γυναίκα που εδώ και μέρες απασχολεί όσο καμία την εγχώρια (πολιτική) επικαιρότητα.

Τα εικονιζόμενα παιδιά στο… ημίχρονο του αγώνα τους, είχαν τρέξει να συναντήσουν την απεσταλμένη της εφημερίδας “Έθνος” μήπως και μάθουν κάποιο νέο για τη δασκάλα τους που ξαφνικά χάθηκε από το «φροντιστήριο», όπως έλεγαν την ενισχυτική διδασκαλία. Ήταν ένα θέμα που έθεσαν ανοιχτά και οι ενήλικες που είχαν εμπιστευθεί το σύστημα που αναπτύχθηκε και ήταν σίγουροι ότι τα παιδιά τους είναι σε «καλά χέρια». Η ενισχυτική διδασκαλία για την εκμάθηση ελληνικών ήταν μια από τις δραστηριότητες του συλλόγου “Ελπίδα” της Σαμπιχά, που είχε βοηθήσει δεκάδες παιδιά της κοινότητας των Ρομά να  ενταχθούν ομαλά στην κοινωνία στην οποία ανήκουν: στην ελληνική κοινωνία. Αλλά οι οποίες είχαν τότε διακοπεί απότομα, λόγω έλλειψης χρηματοδότησης από την ελληνική πολιτεία.

Με αφορμή αυτήν την φωτογραφία, που είχε δημοσιευθεί σε εκείνο το άρθρο, αλλά πρωτίστως με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις σχετικά με την υποψηφιότητα της Σαμπιχά που ανακοινώθηκε και εγκρίθηκε από την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ αλλά πάρθηκε πίσω μετά από δεύτερες σκέψεις που προκάλεσαν ακόμα μεγαλύτερες αντιδράσεις και έχουν αναγάγει σε μείζον θέμα της εγχώριας επικαιρότητας όλης της Ελλάδας την Θράκη και την μουσουλμανική της  μειονότητα, το ThrakiSportS ανέτρεξε στο αρχείο του και βρήκε αυτό το άρθρο που είχε δημοσιευθεί τέσσερα και πλέον χρόνια πριν (στις 20 Φεβρουαρίου του 2010). Ένα άρθρο που αποκτά ακόμα μεγαλύτερη αξία, αφού σε αυτό η Σαμπιχά που οι περισσότεροι μόλις πρόσφατα ανακάλυψαν, εκφράζει ξεκάθαρα τις θέσεις και τις απόψεις της, ήδη από το 2010, πολύ πριν δηλαδή γίνει γνωστή στο πανελλήνιο. Έτσι ώστε κανείς να μην δικαιολογείται σήμερα να λέει ότι “δεν γνώριζε”. 

Αναλυτικά το άρθρο:

 

Στερεύει η αισιοδοξία στο Δροσερό Ξάνθης, στον οικισμό των Ελλήνων Τσιγγάνων, εκεί όπου τα τελευταία χρόνια με τη βοήθεια της πολιτείας είχε ανοίξει «παράθυρο στην ελπίδα» για ένα καλύτερο μέλλον.

Ξαφνικά τους τελευταίους μήνες η στήριξη της πολιτείας διακόπηκε, με αποτέλεσμα η μουσουλμανική κοινότητα των Ρομά με την ελληνική συνείδηση, να έχει γίνει στόχος του τουρκικού προξενείου Θράκης, το οποίο επιχειρεί με τις γνωστές μεθόδους του να αφομοιώσει τους Τσιγγάνους και να τους παρουσιάσει ως «τουρκική μουσουλμανική μειονότητα», παρά τις σθεναρές προσπάθειές τους για το αντίθετο.

Το «Εθνος της Κυριακής» επισκέφθηκε το Δροσερό και κατέγραψε τα προβλήματα και τα συναισθήματα των κατοίκων του οικισμού, ο οποίος εξακολουθεί να μην μπαίνει στο σχέδιο πόλης, όχι φυσικά από επιλογή των κατοίκων του. Την περασμένη Κυριακή το πρωί, ανήμερα Αποκριάς, ένας πλανόδιος πωλητής διαλαλούσε την πραμάτεια του, καλώντας τις Τσιγγάνες να ψωνίσουν. Από τα παράθυρα των σπιτιών τους οι Τσιγγάνες έριξαν μια ματιά και ορισμένες μονολόγησαν: «Πάλι ήρθε ο χότζας».

Τελευταία, έχουν πληθύνει οι επισκέψεις στο Δροσερό θρησκευτικών εκπροσώπων ελεγχόμενων από την Τουρκία, παρατηρούν ορισμένοι και μάλιστα οι περισσότερες σημειώνονται κατά τη διάρκεια γιορτινών ημερών. «Δεν είναι λίγες οι φορές που μας λένε ότι οι Τσιγγάνοι πεθαίνουμε νέοι γιατί δεν έχουμε τζαμί στο χωριό», λένε κάποιες Τσιγγάνες για να λάβουν ως απάντηση από τη Σαμπιχά Σουλεϊμάν: «Αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο είναι τα σχολεία, όχι τα τζαμιά».

Η Σαμπιχά είναι Τσιγγάνα Ρομά. Από παιδί που κάποτε πουλούσε λουλούδια, βρέθηκε να δίνει τη μάχη για ένα καλύτερο αύριο των Τσιγγάνων Ρομά της περιοχής της. Iδιαίτερα δραστήρια, ανέπτυξε με τη βοήθεια της πολιτείας δράσεις, ιδρύοντας μαζί με άλλες 20 γυναίκες τον Σύλλογο Γυναικών Δροσερού «Η Ελπίδα» το 2006. Μέσα σε 3 χρόνια ο σύλλογος ανέπτυξε δράσεις τόσο για την εκπαίδευση των παιδιών, σε συνεργασία με τους επίσημους κρατικούς φορείς, όσο και με εθελοντικές οργανώσεις, καθώς και δράσεις για την επιμόρφωση των ενηλίκων.

«Η μητρική μου γλώσσα είναι τα ρομανί, η γλώσσα των Τσιγγάνων. Πήγα σε μειονοτικό σχολείο, αφού είχα ήδη παντρευτεί στην ηλικία των 14 χρόνων. Κι εκεί έμαθα τουρκικά. Δεν ήταν δική μου επιλογή, απλά δεν με δέχονταν στο δημόσιο σχολείο. Στο μειονοτικό σχολείο ήμουν κι εκεί η παρείσακτη. Θέλω τα παιδιά του Δροσερού να έχουν ελπίδα για το μέλλον τους, να μορφωθούν και να προχωρήσουν στο σχολείο», λέει στο «Εθνος της Κυριακής».

Μελέτη που έγινε το 2007 κατέδειξε ότι σχεδόν το 100% των κατοίκων του Δροσερού είναι αναλφάβητοι. Παρά το ότι αρκετοί έχουν πιστοποιητικά από το δημοτικό, συνήθως δεν μπορούν να γράψουν ή να διαβάσουν. Σήμερα πάνω από 1.000 παιδιά έχουν γραφτεί στο σχολείο του Δροσερού.

Ο σύλλογος σε συνεργασία με την πολιτεία και εθελοντές είχε αναλάβει υποστηρικτική βοήθεια σε αυτά τα παιδιά. Η βοήθεια αυτή δεν ήταν μόνο η ενισχυτική διδασκαλία, αφού πολλά παιδιά μιλούν σχεδόν αποκλειστικά τη γλώσσα των Τσιγγάνων. Πολλές φορές χρειαζόταν «μεσολαβητές» του συλλόγου να επισκεφθούν τις οικογένειες των μαθητών για να επισημάνουν απουσίες των παιδιών από το σχολείο.

Οι γονείς πολλές φορές λόγω οικονομικής ανέχειας προτιμούν να πάρουν κοντά τους τα παιδιά σε εποχικές εργασίες, μακριά από τον τόπο διαμονής τους κι ας θυσιάσουν την εκπαίδευσή τους, ή άλλες φορές, μη έχοντας να αφήσουν κάποιον στο σπίτι να προσέχει τα βρέφη, προτιμούν να αφήνουν επιτηρητή ένα από τα παιδιά που παρακολουθούν το δημοτικό ώστε αυτοί να πάνε σε κάποια εργασία.

Η προσπάθεια των κοινωνικών λειτουργών ήταν να πείσουν τις οικογένειες να δώσουν μια συνέχεια στην εκπαίδευση των παιδιών τους, και αφού οι ίδιοι δεν μπορούν να τα βοηθήσουν στα μαθήματα να τα βοηθούν οι ειδικοί. Ετσι, για όλα τα παιδιά άνω των 7 ετών ο σύλλογος είχε οργανώσει συμπληρωματικά μαθήματα ελληνικής γλώσσας.

Τις Παρασκευές επιπλέον διοργανώνονταν θεατρικές βραδιές, μαθήματα μουσικής και άλλες παρόμοιες δραστηριότητες για να τραβήξουν το ενδιαφέρον των παιδιών. Ειδικοί ψυχολόγοι παρακολουθούσαν τα παιδιά, ενώ οι γονείς καλούνταν μία φορά τον μήνα για να ενημερωθούν για την πρόοδό τους.

Παράλληλα οργανώνονταν τακτικοί εμβολιασμοί των παιδιών, αφού, λόγω των πολλών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο οικισμός, είχαν σημειωθεί αρκετά κρούσματα ηπατίτιδας και μηνιγγίτιδας στα παιδιά του Δροσερού.

 

Ο Σύλλογος Γυναικών Δροσερού «η Ελπίδα» δεν περιοριζόταν μόνο στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες για τα παιδιά. Διοργάνωνε μαθήματα ελληνικής γραφής και ανάγνωσης και για τις γυναίκες του οικισμού, οι οποίες με περηφάνια απέκτησαν πιστοποιητικά πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και είδαν να σβήνεται από τις ταυτότητές τους η ατιμωτική λέξη «αγράμματος».

Παράλληλα περίπου από το 2006 120 γυναίκες, διαφόρων ηλικιών, συμμετείχαν σε μαθήματα κατάρτισης για κομμωτική, ραπτική, μαγειρική και ζαχαροπλαστική και μαγείρεμα. Ορισμένες από αυτές κατάφεραν να αποκτήσουν εισόδημα χάρη στις νέες τους δεξιότητες.

Οι στόχοι που είχε θέσει ο σύλλογος γυναικών Δροσερού ήταν, μεταξύ άλλων, η εξασφάλιση της συνέχειας της εκπαίδευσης και η ανάπτυξη προγραμμάτων κατάρτισης ενηλίκων.

Επιπλέον, η δημιουργία ενός ακόμα νηπιαγωγείου, η επέκταση των μαθημάτων ελληνικών ως ενισχυτική διδασκαλία, η αύξηση των δημιουργικών πολιτιστικών εκδηλώσεων για να προωθηθεί και να τονωθεί η πολιτιστική ταυτότητα των Ρομά και τέλος η απόκτηση ενός μικρού λεωφορείου που θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τις δραστηριότητες των παιδιών.

 

Το Δροσερό κατοικείται κυρίως από τη μουσουλμανική κοινότητα των Ρομά στην περιοχή της Ξάνθης και βρίσκεται ένα χιλιόμετρο από το κέντρο της πόλης. Η πλειονότητα των κατοίκων ζει κάτω από δύσκολες συνθήκες, καθώς υπάρχει ανεπαρκής υδροδότηση και αποχέτευση καθώς και απομάκρυνση των σκουπιδιών. Αποτέλεσμα είναι να έχει απειληθεί πολλές φορές η υγεία των κατοίκων. Πάνω από τα δυο τρίτα του πληθυσμού ζουν σε κατοικίες κακής ποιότητας. Κατασκευάζονται από προσωρινά υλικά που παρέχουν ανεπαρκή προστασία από τις καιρικές συνθήκες (κρύο ή ζέστη). Πολλές φορές οι κάτοικοι για να αποκτήσουν στέγη παίρνουν δάνεια, τα οποία αδυνατούν πολλές φορές να αποπληρώσουν.

Η οικονομική κατάσταση των κατοίκων είναι ιδιαίτερα χαμηλή, αφού οι περισσότεροι απασχολούνται σε εποχικές εργασίες, είτε είναι πλανόδιοι μικροπωλητές. Τους θερμούς μήνες (Απρίλιο με Σεπτέμβριο) πολλές οικογένειες μετακινούνται σε τουριστικές περιοχές για να πουλήσουν λουλούδια ή άλλα προϊόντα σε τουρίστες. Ορισμένοι άνδρες είναι ναυτικοί. Επίσης υπάρχει ικανός αριθμός ενηλίκων που δεν έχουν καμία απασχόληση και εισόδημα και ζει με τους κανόνες της μαύρης εργασίας και αγοράς.

Η πλειονότητα των κατοίκων βγαίνει έξω από την κοινότητα μόνο όταν πρέπει να χρησιμοποιήσει τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα Σαββατοκύριακα ως μικροπωλητές στην τοπική αγορά. Τα παιδιά δεν έχουν καμία επαφή με παιδιά μη Ρομά. Οι Τσιγγάνοι έχουν εγκατασταθεί στην περιοχή αυτή τα τελευταία περίπου 100 χρόνια.

 

Η άνθιση που οφειλόταν στη στήριξη -οικονομική και ηθική- της ελληνικής πολιτείας αιφνιδιαστικά κόπηκε. Αποτέλεσμα ήταν να σταματήσουν σχεδόν όλες οι δραστηριότητες του συλλόγου και να αρχίσει να φυλλορροεί και πάλι η συμμετοχή των μαθητών στο σχολείο.

Ενα τεράστιο «γιατί» ζωγραφίζεται στα μάτια όλων των κατοίκων του Δροσερού, ανηλίκων και ενηλίκων. Το είδαμε στα μάτια των παιδιών που έπαιζαν μπάλα και έτρεξαν να μας συναντήσουν μήπως και μάθουν κάποιο νέο για τη δασκάλα τους που ξαφνικά χάθηκε από το «φροντιστήριο», όπως λένε την ενισχυτική διδασκαλία. Το έθεσαν ανοιχτά και οι ενήλικες που είχαν εμπιστευθεί το σύστημα που αναπτύχθηκε και ήταν σίγουροι ότι τα παιδιά τους είναι σε «καλά χέρια».

Το είδαμε στα μάτια της Σαμπιχά, που δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να μιλάει για τα πεπραγμένα του συλλόγου γυναικών. Μια δράση που έχει βραβεύσει ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας τον Νοέμβριο του 2007 ως αναγνώριση για το έργο που προσφέρουν. Ηταν η πρώτη φορά που μια γυναίκα Ρομά μίλησε στο παλιό κτίριο του Κοινοβουλίου και κάλεσε δημοσίως την ελληνική κοινωνία να στηρίξει την πρόοδο των παιδιών των Ρομά, να ενταχθούν ομαλά στην κοινωνία στην οποία ανήκουν: στην ελληνική κοινωνία.

Το ερώτημα είναι πώς και γιατί αυτή η προσπάθεια σταμάτησε να στηρίζεται από την ελληνική πολιτεία.