Ομιλία Δημητριάδη στην ημερίδα του Δ.Σ.Α.

Ανταπόκριση από Αλεξανδρούπολη: Λεωνίδας Κάλφας

–  Ένας από τους ομιλητές στην ημερίδα που διοργάνωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Αλεξανδρούπολης, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Διεθνούς και Ελληνικού Αθλητικού Δικαίου με θέμα: «Ο Επαγγελματικός Αθλητισμός, παρόν και μέλλον», το προηγούμενο Σάββατο (20/4) σε κεντρικό ξενοδοχείο της πόλης ήταν και ο πρώην διεθνής άσος, ομοσπονδιακός τεχνικός, αλλά και ιδρυτικό μέλος και μέλος του ΔΣ του ΠΑ.Σ.Α.Π, Μάκης Δημητριάδης.

Αναλυτικά, το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Προέδρου της Λέσχης Πετοσφαίρισης Αλεξανδρούπολης, κ. Δημητριάδη έχει ως εξής:

«Αγαπητοί φίλοι,

Θα ήθελα να καταρχήν να ευχαριστήσω τον Δικηγορικό Σύλλογο Αλεξανδρούπολης για την τιμή που μου κάνει και μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και επίκαιρη αυτή ημερίδα, για τον Επαγγελματικό Αθλητισμό στην Ελλάδα.
Μπροστά στο σημερινό κοινό ασφαλώς και δεν θα μπορούσα να επιχειρήσω μια επιστημονική προσέγγιση του θέματος, αυτό σίγουρα θα το κάνουν με την αρτιότητα που αρμόζει, οι καθ’ ύλην αρμόδιοι νομικοί επιστήμονες-ομιλητές της ημερίδας.

Ίσως όταν λέμε επαγγελματικό αθλητισμό στην Ελλάδα να έρχεται συνειρμικά στο μυαλό κάποιων πρώτα το ποδόσφαιρο και στη συνέχεια το μπάσκετ, όμως στην Αλεξανδρούπολη ο επαγγελματικός αθλητισμός εκφράζεται μέσα από το άθλημα της πόλης, το Βόλεϊ.
Το γεγονός ότι θα αναφερθώ κυρίως στις εμπειρίες μου ως επαγγελματίας αθλητής σε εισαγωγικά (μια και ως ερασιτέχνης στην αρχή της καριέρας μου είχα σχετικές οικονομικές συμφωνίες) ή χωρίς εισαγωγικά (από το 1992 μέχρι το τέλος της καριέρας μου) καθώς και στις εμπειρίες μου ως προπονητής, δεν έχει καμία σημασία τελικά, γιατί όλα επαναλαμβάνονται στο παρόν και θα επαναληφθούν και στο μέλλον αν δεν γίνουν δραστικές παρεμβάσεις με τον νέο αθλητικό νόμο.

Αναδείχθηκα ως αθλητής από το εργαστήρι διαρκούς παραγωγής ταλέντων του Ελληνικού Βόλεϊ , τα αναπτυξιακά τμήματα του Εθνικού Αλεξανδρούπολης. Αγάπησα και υπηρέτησα με συνέπεια ως ερασιτέχνης αθλητής την ομάδα της πόλης μου, σε εποχές που αυτή πρωταγωνιστούσε στο ελληνικό πρωτάθλημα και έπαιζε για διαδοχικές χρονιές στην Ευρώπη (και είμαι ευτυχής βέβαια τώρα που βλέπω ξανά την ομάδα να ζει ανάλογες ένδοξες στιγμές ). Τα χρήματα της μεταγραφής μου στον Παναθηναϊκό αποτέλεσαν τότε ανακούφιση στο οικονομικό αδιέξοδο της ομάδας και λύση στο διοικητικό της πρόβλημα. Αν και οι αμοιβές την εποχή εκείνη ήταν ελάχιστες οι οφειλές μιας ολόκληρης αγωνιστικής περιόδου δεν μου αποδόθηκαν ποτέ και έγιναν δωρεά στον σύλλογο.

Στα 6 χρόνια που έπαιξα στον Παναθηναϊκό, εγώ και οι συμπαίκτες μου, ήμασταν ερασιτέχνες αθλητές ωστόσο οι υποχρεώσεις, όπως και στον πρωταγωνιστή Εθνικό Αλεξανδρούπολης, ήταν επαγγελματικές, οι συνθήκες ελλιπέστατες και οι οφειλές μία συνηθισμένη κατάσταση. Μέσα από αυτές τις καταστάσεις που βιώναμε ως αθλητές στην ελληνική πραγματικότητα, στα ταξίδια μας για διεθνείς συναντήσεις στο εξωτερικό με τα σωματεία μας όπως και με την εθνική ομάδα βλέπαμε τις συνθήκες που απολάμβαναν οι αθλητές προηγμένων αθλητικά χωρών. Στις συζητήσεις μας για το θέμα αυτό, καταλήγαμε πάντα στο συμπέρασμα ότι η μόνη λύση για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο κλάδος μας, θα ήταν ο επαγγελματισμός.

Είμαι ιδρυτικό μέλος του Πανελληνίου Συνδέσμου Αμειβομένων Πετοσφαιριστών τον οποίο υπηρέτησα από όλες τις θέσεις του Δ.Σ. ακόμη και από αυτή του Πρόεδρου για μία θητεία και έζησα όλη την διαδρομή της μετάβασης του Βόλεϊ από τον ερασιτεχνισμό στον επαγγελματισμό. Το γεγονός αυτό πραγματοποιήθηκε σε μία εποχή που το Βόλεϊ είχε πετύχει την μεγαλύτερη επιτυχία του σε εθνικό επίπεδο κατακτώντας το χάλκινο μετάλλιο στη Γάνδη του Βελγίου το 1987, μια επιτυχία που ίσως επισκιάστηκε από το χρυσό του Μπάσκετ στο πανευρωπαϊκό της Αθήνας που είχε κατακτηθεί λίγους μήνες πριν, όμως σημάδεψε το ελληνικό Βόλεϊ και τον ελληνικό αθλητισμό.

Τότε οι αθλητές-προσωπικότητες του αθλήματος έχοντας ξεπεράσει τα σύνορα της Ελλάδας σε αξία και φήμη, ένιωσαν πως η μόνη διέξοδος για το Βόλεϊ ήταν η μετάβαση του στον επαγγελματισμό. Αυτό έγινε πραγματικότητα το 1992, μετά από την ίδρυση του ΠΑ.Σ.Α.Π. και μέσα από τους αγώνες των μελών του υλοποιήθηκε το καθεστώς του επαγγελματικού Βόλεϊ και για τις δύο κατηγορίες του αθλήματος, την Α1 και την Α2 κατηγορία. Βέβαια έχει αρκετά χρόνια που ο επαγγελματισμός αποδείχθηκε πολυτέλεια για την Α2 στο Βόλεϊ και ίσως στο μέλλον, αν συνεχιστεί η ίδια κατάσταση, θα συμβεί το ίδιο και για την Α1.
Και το ερώτημα για όλους μας παραμένει διαχρονικά το ίδιο: “λειτούργησε ποτέ σε σωστές βάσεις ο επαγγελματισμός στο Ελληνικό Βόλεϊ” ακόμη και στις εποχές των παχιών αγελάδων;

Εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι από την πρώτη στιγμή της μετάβασης στον επαγγελματισμό η προσπάθεια του Δ.Σ. του ΠΑ.Σ.Α.Π. τότε ήταν η εξασφάλιση αξιοπρεπούς ιατρικής ασφάλειας για τους επαγγελματίες αθλητές του Βόλεϊ. Έτσι εξασφαλίστηκε από τον τότε υπουργό Γιώργο Λιάνη, χρηματικό ποσό για την συμφωνία με ιδιωτική ασφάλεια για κάλυψη του επαγγελματικού Βόλεϊ, η ασφαλιστική εταιρεία βρέθηκε, η συμφωνία έγινε, όμως το ποσό αυτό χάθηκε προς άγνωστες κατευθύνσεις κατά την διαδρομή που ακολούθησε για να φθάσει στους αθλητές. Η διαδρομή για κάθε τέτοιου είδους χρηματοδότηση τότε περνούσε μέσω της ομοσπονδίας του Βόλεϊ μια και δεν υπήρχε επαγγελματική Λίγκα των σωματείων.

Έφυγα από τον ιστορικό σύλλογο του Παναθηναϊκού, αφού δεν αποδέχθηκα το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιο που μου προτάθηκε, στην έναρξη του επαγγελματισμού για το Βόλεϊ. Μάλιστα η πρόταση μου έγινε από έναν παράγοντα της διοίκησης που ιστορικά τον αποκάλεσαν “mister tomorrow”, αφού πάντα όταν ζητούσε κάποιος αθλητής τα δεδουλευμένα απαντούσε ‘’αύριο’’. Βέβαια οι σοβαρότατες οφειλές απέναντι μου έγιναν και αυτές δωρεά στον σύλλογο, αν και ο “mister tomorrow” με διαβεβαίωσε ότι “από τον Παναθηναϊκό δεν έχασε κανείς ούτε μία δραχμή”. Όμως το παραπάνω δεν ήταν τίποτε άλλο από μια ατάκα κάποιων παραγόντων οι οποίοι απεδείχθησαν πολύ “μικροί” συγκριτικά με το μέγεθος της ομάδας.

Στην Α.Ε.Κ. έζησα ουσιαστικά την εμπειρία μου στο επαγγελματικό Βόλεϊ. Την εποχή που υπήρξα αθλητής της η ομάδα εμφανίστηκε στο χάρτη του Βόλεϊ φθάνοντας στην Α1 επαγγελματική κατηγορία. Απίθανοι πρόεδροι (Ψωμιάδης, Λεφάκης, Βουτσόπουλος) σκηνές απίστευτες, οι οφειλές διαρκείς, αποχές, διαμαρτυρίες, με κατάληξη την προσφυγή, την φυσική δικαίωση και την απόδοση “κουρεμένου” ποσού ώστε να λήξει η υπόθεση. (Μάλλον ήμουν από τους τυχερούς του χώρου που η προσφυγή μου ολοκληρώθηκε τελικά)

Το πρόσφατο γεγονός της 15ης Απριλίου 2013, της πτώσης του τμήματος Βόλεϊ του Παναθηναϊκού στην Α2, θα περάσει στην ιστορία ως η πιο “μαύρη σελίδα” στην ιστορία του ερασιτέχνη Παναθηναϊκού. Το τμήμα που άντεξε στην κατοχική Αθήνα και επιβίωσε για περίπου 90 χρόνια φτάνει και τυπικά στα όρια της διάλυσης. Μετά από 45 χρόνια στην Α’ Εθνική υποβιβάστηκε για πρώτη φορά στην ιστορία του στην Α2 Ανδρών και ίσως και πιο… κάτω. Όσοι φόρεσαν τη φανέλα της ομάδας πονούν και αναρωτιούνται πώς το καμάρι του Ερασιτέχνη Παναθηναϊκού έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος της εποχής των δανεικών και της μεγάλης φούσκας του επαγγελματικού βόλεϊ. Μετά από 18 τίτλους πρωταθλημάτων, 6 κύπελλα και 4 ευρωπαϊκά φάιναλ-4, η ομάδα του Παναθηναϊκού υποβιβάστηκε.

Παρακολουθώντας τις εξελίξεις από το 2009 και μετά, αλλά κυρίως από το 2008 όταν και αποχώρησε ο Βλάσης Σταθοκωστόπουλος, μία εξαιρετική περίπτωση παράγοντα, ήταν σίγουρο ότι η κατάληξη θα ήταν αυτή. Πολλοί μιλούν για «λύτρωση», άλλοι για “δικαίωση”, αλλά κανείς δεν μιλάει για ευθύνες.
Η περίπτωση του Παναθηναϊκού έχει σίγουρα ομοιότητες με αυτήν του Ηρακλή στο Βόλεϊ , με αυτήν της Ε.Α.Πατρών αλλά και άλλων ομάδων που κατέρρευσαν ή καταρρέουν.

Απίστευτα ανοίγματα που φτάνουν σε εκατομμύρια ευρώ, που ακόμα κι αν υποτεθεί πως θα βρισκόταν ικανές διοικήσεις να αντιμετωπίσουν και να διακανονίσουν τα χρέη, οι ομάδες θα χρειαζόταν δεκάδες χρόνια για να μπορέσουν να τακτοποιήσουν τους πιστωτές τους και να αποφύγουν το “έμφραγμα” των προσφυγών και τον “ξαφνικό θάνατο”. Υπογράφηκαν συμβόλαια, έγιναν συμφωνίες χωρίς κανείς να έχει εγγυηθεί για αυτά τα χρήματα. Δημιουργήθηκε κατάσταση που είναι προϊόν της νοοτροπίας του νεοπλουτισμού που πέρασε στον αθλητισμό τα προηγούμενα χρόνια. Η πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη. Αντί να λυθούν τα προβλήματα, τα έκρυβαν κάτω από το χαλί.

Στη Βόλεϊ Λιγκ, που όλες οι ομάδες θα έπρεπε να έχουν σωστή λειτουργία, φτάσαμε στο σημείο κανείς να μην πιστεύει πως θα πληρωθεί και το χειρότερο κανείς να μην πιστεύει πως θα πληρώσει.

Την ίδια εμπειρία απεκόμισα και ως προπονητής. Παρόλο που υπήρχαν συμφωνητικά για τις συνεργασίες μου το σύνηθες ήταν η αθέτηση τους. Πρόσφατο γεγονός αποτελεί η διεκδίκηση των δεδουλευμένων 3 ετών περίπου από την Ελληνική Ομοσπονδία Πετοσφαίρισης από την συνεργασία μου ως Ομοσπονδιακός Προπονητής Παίδων και Εφήβων. Τα εξαιρετικά αποτελέσματα και οι επιτυχίες που είχαν να πραγματοποιηθούν περίπου 20 χρόνια με την συμμετοχή των ομάδων σε πανευρωπαϊκά και παγκόσμια πρωταθλήματα δεν υποχρέωσαν κανένα να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του. Μάλιστα οι αλλαγές στις διοικήσεις της Ε.Ο.ΠΕ. ακολουθούσαν και την τακτική του διαχωρισμού των οφειλόμενων σε “δικά” μας και των “προηγούμενων”… Έχουμε προπονητές που κάνουν υπομονή γιατί αγαπούν αυτό που αναλαμβάνουν άλλα φθάνουν σε σημείο να μην μπορούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους και αναγκάζονται εξαθλιωμένοι σε παραίτηση, κάτι που φαντάζει με λύτρωση, αναζητώντας την επαγγελματική τους ηρεμία αλλού (αν την βρουν κάπου βέβαια).

Συζητώντας με την τωρινή διοίκηση του ΠΑ.Σ.Α.Π. (επαναλειτούργησε εδώ και 3-3,5 χρόνια), που πλέον έχουν εκπροσώπηση και οι γυναίκες αθλήτριες του Βόλεϊ, φτάνω στο συμπέρασμα ότι τα ίδια προβλήματα που υπήρχαν συνεχίζουν να υπάρχουν και θα συνεχίσουν αν δεν αλλάξει κάτι δραστικά.
• Το πρωτάθλημα αν και ανταγωνιστικό έχει πεσμένη ποιότητα και όλοι οι αθλητές θέλουν να παίξουν στο εξωτερικό είτε νέοι είτε μεγαλύτεροι, για λόγους βιοποριστικούς.
• Το μοντέλο το οποίο είναι ενδεδειγμένο εδώ και πολλά χρόνια, είναι το ομάδα-πόλη. Η επαρχία γεμίζει τα γήπεδα. Η ομάδα είναι διαφήμιση της πόλης, όπως συμβαίνει με την Αλεξανδρούπολη, όπου η πόλη διαφημίζεται χρόνια τώρα μέσω των ομάδων Βόλεϊ. Δεν είναι ανάγκη να υπάρχουν μόνο οι παραδοσιακά “μεγάλες” ομάδες. Φωτεινά παραδείγματα αυτά των προηγμένων στο Βόλεϊ χωρών, όπως η Ιταλία και η Γαλλία.
• Υπάρχουν από το 2010-11 και 2011-12 περίπου 35 αποφάσεις που χρονίζουν. Οι Επιτροπές Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών δεν δικάζουν λόγω απλήρωτων δικαστών. Ο ΠΑΣΑΠ πιέζει να ενταχθεί η αμοιβή των νέων δικαστών σε κονδύλια της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού. Αλλά υπάρχει και η δεύτερη λύση με τα παράβολα που πηγαίνουν σε ΕΣΑΠ και ΠΑΣΑΠ σαν έσχατη λύση να πηγαίνουν στην αμοιβή των δικαστών.
• Αυστηρή αδειοδότηση των ομάδων. Απαγόρευση μεταγραφών σε ομάδες που χρωστάνε, εξορθολογισμός δαπανών.
• Δεν πρέπει να υπάρχει κρατικοδίαιτος αθλητισμός. Ξαφνικά ανακαλύπτουμε ότι δεν υπάρχουν λεφτά και προσπαθούμε να βρούμε πόρους από εκεί που δεν ήμασταν οργανωμένοι να το κάνουμε
• Το ασφαλιστικό δεν είναι λυμένο. Πολλοί αθλητές υπογράφουν συμβάσεις μερικής απασχόλησης, ενώ υπάρχουν αθλητές που δεν έχουν καθόλου ασφάλιση.
• Συμβόλαια υπογράφονται με ημερομηνία έναρξης 1η Οκτωβρίου! Την στιγμή που οι προετοιμασίες αρχίζουν στις 15 Αυγούστου.
• Αρχίζει και ξεπερνιέται η πλήρης απασχόληση για τους αθλητές και αρχίζει να καθιερώνεται η μερική απασχόληση.
• Υπάρχει μια εικόνα παντελούς έλλειψης σεβασμού προς τους πρωταγωνιστές του αθλήματος και δεν είναι δυνατόν να τα αποδίδουμε όλα στην τρόικα και στην οικονομική κρίση. Δεν υπάρχει δικαιολογία για συνεχείς ‘’εκπτώσεις’’ αλλά αντιθέτως είναι μια ευκαιρία για την σωστή θεμελίωση του αθλήματος, ώστε με την εφαρμογή αυστηρών και σταθερών κανόνων, να επιβραβεύονται τα σωστά οργανωμένα ΤΑΑ.
• Ευθύνες έχουν και οι αθλητές και προπονητές που υπογράφουν συμβόλαια σε ομάδες, οι οποίες δεν είναι φερέγγυες. Που δεν διεκδικούν τα δικαιώματά τους, που δεν κάνουν την αυτοκριτική τους, που θα πρέπει να κάνουν προτάσεις με γνώμονα το καλό του ελληνικού Βόλεϊ και όχι με ιδιοτελή συμφέροντα.
• Οι διαφορές με τις αθλητικά προηγμένες χώρες του εξωτερικού είναι πέρα από το αγωνιστικό επίπεδο, στον τομέα της οργάνωσης, στις εργασιακές συνθήκες και σε θέματα όπως πχ συμβόλαια, ασφάλιση κ.α. Υπάρχει σεβασμός προς τους αθλητές, προπονητές και προς τον αθλητισμό γενικότερα π.χ. στην Γαλλία επενδύονται πολλά χρήματα στον αθλητισμό, για αυτό και έχουν επιτυχίες σε όλα τα αθλήματα. Αλλά αυτό ξεκινάει σαφώς από το σχολικό αθλητισμό στο οποίο υπάρχει πολύ καλή οργάνωση, κάτι που το διαπίστωσα προσωπικά με στοχευμένη επίσκεψη σε σχολεία της χώρας.
• Αξιοπιστία των φορέων που ελέγχουν και αδειοδοτούν τα επαγγελματικά – αμειβόμενα σωματεία, προκειμένου να εξασφαλιστούν τόσο η πιστή εφαρμογή των όρων των συμβολαίων όσο και η αξιοπιστία των πρωταθλημάτων. Το φερέγγυο σωματείο πρέπει να επιβραβεύεται και ο αθλητής και ο προπονητής να αισθάνεται την σιγουριά ενός αξιόπιστου Συστήματος Ελέγχου των ομάδων, κάτι που έχει γίνει με την Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού, και δυστυχώς ακούγεται ότι καταργείται στην πρόταση που κατατέθηκε. Η αντικατάσταση του από την ΓΓΑ βελτιώνει; ωφελεί;
• Αυστηροί κανόνες που θα ισχύουν για όλους με αντικειμενικότητα ήταν και θα είναι το πάγιο αίτημα των επαγγελματιών του ελληνικού Βόλεϊ.
• Είναι πολύ σημαντική η διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των Επιτροπών Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών, έτσι ώστε μέσω της γρήγορης και ανεξάρτητης απονομής δικαιοσύνης να διασφαλίζονται οι αθλητές και να θωρακίζεται η λειτουργία της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού και κατ’ επέκταση και η αξιοπιστία των πρωταθλημάτων. Εδώ μπορούμε να αναφέρουμε ότι αποφάσεις καθυστερούν 2 χρόνια, ενώ παράλληλα τα χρέη συσσωρεύονται και τα υπόλογα σωματεία συμμετέχουν κανονικά στο πρωτάθλημα.
• Αξίζει να σημειωθεί ότι η κατάργηση των δικαστών που απαρτίζουν τόσο τις ανωτέρω επιτροπές όσο και η αντικατάσταση των αθλητικών δικαστών από «επιτροπές» δικηγόρων, δεν οδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση και οι αθλητές δεν τις αποδέχονται, λόγω της δυσπιστίας σχετικά με την διασφάλιση των αμερόληπτων διαδικασιών.
• Σημαντικό επίσης είναι επιτέλους να αναγνωριστεί η ιδιότητα του αμειβόμενου – επαγγελματία αθλητή, ακόμα και στα λεγόμενα «ερασιτεχνικά» αθλήματα όπως την γυναικεία πετοσφαίριση (Α1) αλλά και σε άλλα ‘’ερασιτεχνικά’’ αθλήματα. Δεν μπορούμε να κρυβόμαστε πίσω από τον «ερασιτεχνισμό» και να μην αναγνωρίζουμε ως επαγγελματίες, αθλητές υψηλού επιπέδου που αμείβονται και υπογράφουν ιδ. συμφωνητικά (τα οποία αναγνωρίζονται από τα δικαστήρια ). Δηλαδή ο Τζούριτς ή ο Φράγκος ή ο Ψάρρας που αγωνίζονται στην «ερασιτεχνική» Ιταλική Lega δεν είναι επαγγελματίες;
• Τέλος, σκόπιμο θα ήταν να τονιστεί η ανάγκη αυξημένης συμμετοχής στα θεσμοθετημένα όργανα, των επαγγελματιών αθλητών γεγονός που θα βοηθήσει στη λήψη αποφάσεων που αφορούν στον αθλητισμό. Η φωνή των πρωταγωνιστών των γηπέδων πρέπει να ακούγεται και να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στην λήψη των αποφάσεων.

Κλείνοντας θα ήθελα να μεταφέρω έναν προβληματισμό μου για το επαγγελματικό ελληνικό Βόλεϊ. “Πως είναι δυνατόν ερασιτέχνες παράγοντες να καλούνται να διαχειριστούν με επιτυχία επαγγελματικά τμήματα, με επαγγελματίες αθλητές και προπονητές και να έχουν ευθύνες για αυτό;”