Το πρώτο δελτίο του ΓΑΣ Κομοτηνή θυμάται και μιλάει για τον Νεοκλή Λεχούδη

 

Ο Γιώργος Μαρκολέφας ήταν ο άνθρωπος που υπέγραψε το πρώτο δελτίο στον ΓΑΣ Κομοτηνή και ο πρώτος που δέχεται την πάσα του Κούλη Ταξιλδάρη στο συγκλονιστικό βίντεο που ετοίμασε η ομάδα της Κομοτηνής για τα 40 χρόνια ιστορίας του συλλόγου (θυμηθείτε ΕΔΩ).

Με αφορμή την εκδήλωση που έγινε την Κυριακή στο ημίχρονο του παιχνιδιού με τον Ορφέα Νέου Σκοπού για τον Νεοκλή Λεχούδη (θυμηθείτε ΕΔΩ), ο παλαίμαχος παίκτης του ΓΑΣ θυμήθηκε τη γνωριμία του και όμορφες στιγμές με τον άνθρωπο που πέρασε από τον ΓΑΣ Κομοτηνή από όλες τις θέσεις και που έφυγε πρόωρα από την ζωή πριν μερικά χρόνια.

Στη φωτογραφία, η οποία είναι από τη σεζόν 1978-79, διακρίνουμε τον Γιώργο Μαρκολέφα καθιστό τρίτο από τα αριστερά, ενώ δεύτερος από τα δεξιά δίπλα του είναι ο Νεοκλής Λεχούδης.

Διαβάστε την μικρή, από ψυχής όπως αναφέρει ο Γιώργος Μαρκολέφας, η οποία δημοσιεύτηκε στη σελίδα του ΓΑΣ Κομοτηνή στο Facebook:

”Μικρή αναφορά στον Νεοκλή Λεχούδη από ψυχής
Η γνωριμία έγινε στο ξεκίνημα του ΓΑΣ, όταν γινόταν προσπάθεια να μαζευτούν αθλητές για να συσταθεί ο σύλλογος και η ομάδα προφανώς. Αν και ανέμενες έστω και έναν μικρό εγωισμό, μια που ερχόταν με σημαντικές αθλητικές περγαμηνές από την Πολωνία, διέκρινες με την πρώτη ματιά άνθρωπο σεμνότατο, ταπεινό , συνεσταλμένο, διακριτικότατο και ευγενέστατο. Το βλέμμα του βαθύ με μια μελαγχολία που δεν την συναντούσες όμως στις συμπεριφορές του. Αυτό το ήθος, από σύμπτωση θα έλεγα, ήλθε και έδεσε με αντίστοιχες συμπεριφορές συμπαικτών μου, όπως του Πασχάλη και του Νίκου Σκοπιανού, αλλά και εμού συμπεριλαμβανομένου θέλω να πιστεύω. Κάνοντας αυτή τη στιγμή μια μικρή αναδρομή σε εκείνα τα χρόνια, διαπιστώνω ότι αυτό το ήθος ήταν η βάση που στήθηκε η ομάδα, γιατί με ευκολία και πολύ καλή διάθεση δέχθηκε, στήριξε και βοήθησε την εξέλιξη και άλλων παιδιών με πολύ μικρότερες ηλικίες και το σημαντικότερο, με πολύ διαφορετικές νοοτροπίες και συμπεριφορές. Το ήθος έκανε κυρίως την διαφορά και στην συνέχεια οι αθλητικές επιδόσεις.
Είχα πάρει θυμάμαι στον πρώτο χρόνο της γνωριμίας μας,αρκετά σοβαρά το ρόλο της ένταξής του στην ντόπια κοινωνία και της διόρθωσης/βελτίωσης στην χρήση της Ελληνικής γλώσσας, κουσούρι που το κουβαλώ και τώρα, πειράζοντάς τον αρκετά συχνά μήπως και τον εκνευρίσω, αλλά ήταν πολύ δύσκολο, γιατί και αυτό ήταν χαρακτηριστικό του, σπάνια τον έβλεπες σε κατάσταση εκνευρισμού. Ηταν ένας υπέροχος συναθλητής, με θετική επίδραση και σε εμάς τους νεότερους, αλλά και στην ομάδα προφανώς.
Ξεφυτρώνουν τώρα από την μνήμη μου δύο συμβάντα στα οποία θα αναφερθώ στην συνέχεια.
Το πρώτο είναι αρκετά αστείο, αν και θα μπορούσε να είναι δραματικό, στην Κατερίνη όταν η ομάδα κέρδισε την πρώτη της άνοδο στην Β Εθνική. Στον προτελευταίο αγώνα, αν θυμάμαι καλά, για κάποιο λόγο οι διαιτητές πρακτικά δεν τον άφησαν όχι να τρέξει μέσα στο γήπεδο αλλά ούτε να περπατήσει, δεδομένου ότι μόλις πήγαινε να ξεκινήσει την όποια προσπάθεια με την μπάλλα, του σφύριζαν συνέχεια βήματα. Είχε γίνει έξαλλος, πράγμα σπάνιο όπως προανέφερα, ευτυχώς όμως που τελικά το παιχνίδι το κερδίσαμε, παρά τις πολλές επιθέσεις που πρακτικά χαρίσαμε στους αντιπάλους. Για μεγάλο χρονικό διάστημα όμως δεν τον αφήναμε σε ησυχία με τα πειράγματα που του κάναμε, όπως π.χ. ότι δεν ξέρει να περπατά και θέλει να παίξει και μπάσκετ, καθώς και διάφορα συναφή. Εννοείται πως δεν υπήρχε καμία δόση αλήθειας στα πειράγματά μας, δεδομένου ότι το μπασκετμπολικό επίπεδό του ήταν πολύ υψηλό.
Το δεύτερο διαδραματίστηκε ένα βράδυ στο σπίτι μου, είμασταν οι δυό μας, άλλαζα συνεχώς δίσκους στο πικάπ, rock επί το πλείστον, που δεν ήταν της αρεσκείας του, εκείνη την εποχή τουλάχιστον, μέχρι που ξαφνικά, έχοντας εγώ ανακαλύψει εκείνη την περίοδο λίγο τον Χατζηδάκη, διάλεξα την μπαλάντα των χαμένων ονείρων. Έμεινε αποσβωλομένος, του έκανε τρομερή εντύπωση και ζήτησε και ξαναζήτησε να το ακούσει. Ηταν από εκείνες τις στιγμές που όλοι μας έχουμε ζήσει, ένα μουσικό κομμάτι εκεί που δεν το περιμένεις να σε αγγίζει βαθειά , για λίγο να αισθάνεσαι ότι είσαι αλλού και ότι η ψυχή σου μεγαλώνει απότομα. Αυτό συνέβη συγχρόνως και στους δυό μας. Αν και είχαμε πολύ καλή σχέση, εκείνο το βράδυ μας έφερε ακόμη πιο κοντά, πράγμα που φάνηκε από την επόμενη μέρα.

Από κάποιο σημείο και μετά ο Νεοκλής σταμάτησε τον μπάσκετ, εγώ ζουσα στην Αθήνα και πηγαινοερχόμουν στην Κομοτηνή μόνο για αγώνες, οπότε χαθήκαμε.
Λίγες μέρες πριν από την οριστική του αποχώρηση από τα γήινα, συμπτωματικά τον κάλεσα στο τηλέφωνο και μιλήσαμε. Αυτή ηταν και η τελευταία μου επαφή μαζί του.

Ο Νεοκλής ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που μόνο θετικό λιθαράκι βάζουν στο πέρασμά τους και είναι ατυχία για τον οποιοδήποτε να μην διασταυρωθεί κάποια στιγμή μαζί τους.
Τελικά η αναφορά στον Νεοκλή δεν ήταν μικρή, όπως αρχικά φανταζόμουν, αλλά άξιζε τον κόπο”